01/17/15



Η Αγάπη φέρνει ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους, γαλήνη στην ταραγμένη θάλασσα, ύφεση στους ανέμους, και γλυκόν ύπνο στους δυστυχείς.
Είναι αυτή πού διώχνει από μας το αίσθημα της εχθρότητας και μας γεμίζει με κείνο της φιλίας. Αυτή οργανώνει τις φιλικές συγκεντρώσεις, τις γιορτές, τούς χορούς και τις θυσίες, μπαίνοντας επικεφαλής τους.


Δίνει πραότητα και μα­λακώνει την τραχύτητα του χαραχτήρα.
Χαρίζει την καλή θέληση και απομακρύνει την εχθρότητα αγαπητή στον αγαθό, θαυμαζόμενη κι απ' τούς σοφούς κι από τούς θεούς, φθονούμενη απ’ όσους ατύχησαν, και κτήμα των τυχερών,
Eros_bobbin_Louvre_CA1798
είναι o γονιός της ευμάρειας, της τρυ­φερότητας, της κομψότητας, της χάρης, της επιθυμίας και της μετάνοιας’
στοργική στους καλούς κι’ αποστρεφόμενη τούς κακούς στη δουλειά, στο φόβο, στην επιθυμία,
οδηγός στο λόγο, συμπαραστάτης, υποστηριχτής κι’ άριστος σωτήρας το στολίδι και των θεών και των ανθρώπων
zeuseros
ο καλλίτερος και πιο όμορφος ηγέτης, πού έπρεπε ν’ ακολουθεί κάθε άνθρωπος, υμνώντας τις αρετές της και τρα­γουδώντας το μελωδικό της τραγούδι, πού καταπραΰνει το πνεύμα όλων και των θεών και των ανθρώπων.
 ~ Απόσπασμα από το βιβλίο "Θησαυρός 10.000 γνωμικών & αποφθεγμάτων"
via



Οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟΙ μπορεί κανείς να τους φανταστεί απίστευτα γέρους, αυτοί ακριβώς κάνουν και τους καλύτερους γέρους.
Το ΟΤΙ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ αρέσει να επιδεικνύονται λιγάκι και ταυτόχρονα μπορεί να τολμούν κάποια πράγματα, κάτι που οι γέροι δεν μπορούν πια να κάνουν, τελικά δεν είναι ανυπόφορο. Τα πράγματα όμως γίνονται άσχημα εκείνη την ολέθρια στιγμή που ο γέρος, ο αδύναμος, ο συντηρητικός, ο φαλακρός, ο οπαδός της παλιάς μόδας το παίρνει προσωπικά και μονολογεί: το κάνουν σίγουρα για να με πειράξουν! Από τη στιγμή αυτή τα πράγματα γίνονται ανυπόφορα κι αυτός που σκέφτεται έτσι είναι χαμένος.


Το ΝΑ ΤΟΝΙΖΟΥΜΕ ή να οργανώνουμε τα νιάτα δεν το συμπαθούσα ποτέ. Νέοι και γέροι υπάρχουν τελικά μόνο μεταξύ των μέτριων ανθρώπων. Όλοι οι προικισμένοι και πιο ξεχωριστοί άνθρωποι είναι πότε γέροι και πότε νέοι, έτσι όπως είναι πότε χαρούμενοι και πότε λυπημένοι. Δουλειά των μεγαλυτέρων είναι να χειρίζονται την ικανότητά τους ν’ αγαπούν πιο ελεύθερα, πιο παιχνιδιάρικα, πιο έμπειρα, πιο καλοσυνάτα απ’ ό,τι τα νιάτα μπορούν. Τα γηρατειά κρίνουν πάντα με ευκολία τους νέους ως μικρομέγαλους. Όμως τα γηρατειά είναι αυτά που πάντα μιμούνται τη συμπεριφορά και τους τρόπους της νιότης, είναι τα ίδια φανατικά, είναι τα ίδια άδικα, μακαρίζουν τα ίδια τον εαυτό τους και είναι ελαφρώς προσβεβλημένα. Τα γηρατειά δεν είναι χειρότερα από τα νιάτα, ο Λάο Τσε δεν είναι χειρότερος από τον Βούδα, το μπλε δεν είναι χειρότερο από το κόκκινο. Τα γηρατειά υποτιμούνται μόνο όταν θέλουν να παραστήσουν τα νιάτα.

The_Time_Traveler_by_xetobyte
Αυτό ΠΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ με αηδιάζει είναι πρώτον η ανόητη λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, όπως αυτή ανθεί, για παράδειγμα, στην Αμερική, κι έπειτα ακόμα περισσότερο το να επιβάλλεται η νεότητα αυτή ως κοινωνικό στρώμα, ως κοινωνική τάξη, ως «κίνημα».
Είμαι ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ και συμπαθώ τα νιάτα, θα ήταν όμως ψέματα αν έλεγα ότι με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για τους ηλικιωμένος, τουλάχιστον σε εποχές τέτοιας μεγάλης δοκιμασίας όπως τώρα, υπάρχει μόνο ένα ενδιαφέρον ζήτημα: το ζήτημα του πνεύματος, της πίστης, του είδους της σκέψης και της ευλάβειας που δοκιμάζεται, που μπορεί να αντιμετωπίζει τον πόνο και το θάνατο. Η αντιμετώπιση του πόνου και του θανάτου είναι καθήκον των γηρατειών. Το να είναι κανείς ενθουσιασμένος, να συμπαρασύρεται, να είναι ζωηρός, είναι ψυχική διάθεση της νεότητας. Μπορούν να είναι φίλοι, μιλούν όμως δύο γλώσσες.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ γράφεται κυρίως από τους πρωτόγονους και από τους νέους, αυτοί φροντίζουν για την πρόοδο και την επιτάχυνση με την έννοια της κάπως θεατρικής φράσης του Νίτσε «Αυτό που θέλει να πέσει πρέπει και να το σπρώξουμε». (Εκείνος, ο υπερευαίσθητος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει αυτή τη σπρωξιά σ’ ένα γέρο ή άρρωστο άνθρωπο ή ζώο.) Χρειάζονται όμως πάντα, για να διατηρεί η ιστορία και νησίδες ειρήνης και να παραμένει ανεκτή, και οι αναστολές και ο συντηρητισμός ως αντίρροπες δυνάμεις - αυτό το καθήκον πέφτει στους καλλιεργημένους και στους ηλικιωμένους. Αν λοιπόν ο άνθρωπος που σκεφτόμαστε κι επιθυμούμε ακολουθήσει άλλους δρόμους από τους δικούς μας και εξελιχθεί σε κτήνος ή μυρμήγκι, τότε παραμένει υποχρέωσή μας να βοηθήσουμε να επιβραδυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο αυτή η διαδικασία. Ασυνείδητα αφήνουν μάλιστα οι μαχητικές δυνάμεις να υπάρχει στον κόσμο αυτή η αντίρροπη τάση, φροντίζοντας εκτός από τους εξοπλισμούς και τα προπαγανδιστικά μεγάφωνα -αν και αρκετά αδέξια- και τις πολιτιστικές επιχειρήσεις τους.

Απόσπασμα από το βιβλίο Έρμαν Έσσε "Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο και νεότεροι"
via



Μια απ’ τις πιο δύσκολες καταστάσεις, τόσο για το παιδί όσο και για τους γονείς, δημιουργείται μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού. Στη ζωή πάρα πολλών ανθρώπων, το γεγονός αυτό πήρε πολύ δραματική σημασία - ήταν ένα περιστατικό που επηρέασε ολόκληρη την ανάπτυξή τους και διαμόρφωσε το χαρακτήρα τους.
Ως τη στιγμή αυτή το παιδί ήταν το μοναδικό μικρό ανθρωπάκι - το καμάρι τους — ο πρίγκιπας, η πριγκίπισσα τους. Τώρα βλέπει να το εκδιώκουν απ’ αυτή τη θέση. Η απόσπασή του απ’ την όλο αγάπη και προσοχή της μητέρας του επέρχεται ολότελα ξαφνικά. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας της εισβολής κάποιου ξένου. Συχνά, εκδηλώνει μια πρωτοφανή εχθρότητα απέναντι στο καινούργιο μωρό. Το δράμα που βιώνει αυτό το παιδί εξαιτίας της ξαφνικής απομόνωσής του έχει γίνει, δυστυχώς -λόγω άγνοιας- θέμα πολλών ποιημάτων, χιουμοριστικών διηγημάτων και γελοιογραφιών.
Αλλά η κατάσταση, τις πιο πολλές φορές, δεν είναι καθόλου διασκεδαστική. Το παιδί μπορεί να προτείνει με πολλή σοβαρότητα ότι πρέπει να δώσουν πίσω το μωρό στον πελαργό που το έφερε ή να το πετάξουν μέσα στο τζάκι. Και δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να περάσει το παιδί από τα λόγια στις πράξεις. Ίσως να χρειαστεί καμιά φορά να προστατέψετε το βρέφος από την απόπειρα κακοποίησής του απ’ το μεγαλύτερο. Καμιά φορά πάλι η απόπειρα κρύβεται πίσω από κάποια δικαιολογία αδεξιότητας. Αλλά όταν ακούμε ότι το παιδί έριξε το μωρό από το καροτσάκι του ή το έσπρωξε για να πέσει από το τραπέζι, νιώθουμε ξεκάθαρη αγανάκτηση για την εχθρότητα που έδειξε το “εκθρονισμένο” μεγαλύτερο παιδί.


Τη στιγμή ακριβώς αυτή το παιδί χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή - και ΟΧΙ την αγανάκτησή μας για τη σκληρότητα των λόγων ή των ενεργειών του. Το παιδί δεν έχει σχηματίσει μέσα του την αντίληψη του θανάτου, και τα συναισθήματά του απέναντι στο μωρό είναι ίδια μ’ αυτά που έχει απέναντι σ’ ένα άψυχο αντικείμενο ή ένα παιχνίδι. Είναι αλήθεια πως η στάση του προδίδει τη βαθιά του επιθυμία να βρεθεί πάλι στο προσκήνιο, να γίνει πάλι η “μοναδική αγάπη” των γονιών του. Αλλά αυτή η ψυχολογία του είναι αποτέλεσμα του τρόπου που ανατράφηκε μέχρι τώρα. Που ήταν το “κέντρο του κόσμου”, και κάθε επιθυμία του χαρά τους. Έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρούμε το παιδί υπεύθυνο γι’ αυτή τη συμπεριφορά του. Κι ακόμα να καταλάβουμε πως κάθε αποδοκιμασία μας (για τη συμπεριφορά του, σ.τ.επ.) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ αυξάνει την πεποίθησή του ότι το παραμελούμε, εντείνοντας έτσι ακόμα πιο πολύ την επιθετικότητά του κατά του μωρού.
Το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει ακόμα και πιο πονηρά μέσα για να ξανακερδίσει την προσοχή που πιστεύει πως έχει χάσει. Μέσα σε τέτοιες καταστάσεις πολλά παιδιά γίνονται άτακτα κι ενοχλητικά ή ανυπάκουα. Κατά συνέπεια, πρέπει να καταβάλλετε πιο έντονες προσπάθειες για να μην ανταποκριθείτε στις προθέσεις τους.
Ωστόσο, -πολύ συχνά μπορεί να πιέζεστε από κάποιες καταστάσεις, ώστε να καταφύγετε σε δραστικά μέτρα εναντίον του - πράγμα που θα σας αποξενώσει μόνιμα απ’ το πρωτότοκο παιδί σας.
Υπάρχει, όμως, τρόπος για να το βοηθήσετε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτή την κατάσταση: Να του τονίσετε τα πλεονεκτήματα της μεγαλύτερης ηλικίας του και να το καταστήσετε σύντροφό σας στη φροντίδα του μικρότερου παιδιού. Αυτό μπορεί να γίνει τονίζοντας την αξιόλογη ευστροφία του, τη δίκαιη κρίση του και τη δύναμή του. Τότε το παιδί μπορεί να καταλάβει ότι ο λιγοστός χρόνος που του στερήσατε δεν σημαίνει καθόλου ότι περιορίσατε και την αγάπη σας για κείνο. Στην κατάσταση αυτή, ο πατέρας μπορεί ίσως να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο μεγαλύτερο παιδί και ν’ ασχοληθεί η μητέρα με το μικρότερο. Κι αν, μάλιστα, τηρήσετε τον κανόνα που λέει ότι πρέπει ν’ αφήνετε το μωρό στην ησυχία του όσο περισσότερο γίνεται, τότε θα έχετε αρκετό χρόνο στη διάθεση σας να φροντίσετε το μεγαλύτερο. Με κανένα τρόπο, ωστόσο, δεν θα πρέπει ν’ ασχοληθείτε με τις ενοχλητικές, προκλητικές μεθόδους, που χρησιμοποιεί το παιδί για να τραβήξει την προσοχή σας και το ενδιαφέρον σας. Μπορείτε να τα ξεπεράσετε όλα αυτά με ανοχή και κατανόηση. Αν του δώσετε προσοχή, έξω όμως από την περιοχή που προκάλεσε τη σύγκρουση, θα πρέπει να προσπαθήσετε ιδιαίτερα, ώστε να δημιουργήσετε ευχάριστες εμπειρίες και κοινές δραστηριότητες με το εκθρονισμένο παιδί.
Στην προσπάθειά σας να προσφέρετε στο κάθε παιδί αυτά που πρέπει, χρειάζεται να φροντίζετε ώστε να εξισορροπείτε τα δικαιώματα των αντίζηλων παιδιών. Βέβαια, επιθυμείτε να είστε δίκαιοι και με τα δύο, αλλά αυτό καμιά φορά οδηγεί σε ιδιαίτερες μορφές ανταγωνισμού. Έχω γνωρίσει μια περίπτωση όπου κάποια μητέρα, στην κυριολεξία ζύγιαζε τις σοκολάτες και τα φρούτα, έτσι, που κανένα παιδί να μην πάρει λιγότερο ή περισσότερο από το άλλο. Το σημαντικό δεν είναι αυτό. Και ούτε το ένα, ούτε το άλλο παιδί, αν “πάρει λιγότερα” θα πιστέψει πως “έχει λιγότερη αξία” στην αγάπη σας. Γιατί το αποτέλεσμα μιας τέτοιας “ακριβοδίκαιης” συμπεριφοράς είναι να γίνεται η μητέρα σκλάβα των παιδιών. Έτσι, αν θέλετε να μεταχειριστείτε δίκαια τα παιδιά σας, δεν πρέπει να επιτρέψετε να αναλάβει αυτό το ρόλο καμιά ζυγαριά.
Η ειρηνική συνεργασία ανάμεσα στα δύο παιδιά προϋποθέτει μια υποχώρηση της ζηλοτυπίας, που εξαναγκάζει το ένα ή το άλλο να ζητά συνέχεια ενδείξεις εύνοιας από μέρους σας. Η ζήλια, ωστόσο, είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά από κανενός ανθρώπου την προσωπικότητα. Αλλά τα παιδιά ζηλεύουν μόνο όταν νιώσουν παραμελημένα. Μερικοί γονείς έχουν δυστυχώς ένα μοιραίο προνόμιο να κάνουν ότι χρειάζεται για να νιώθουν τα παιδιά τους παραμελημένα. Λες και φροντίζουν να εξωθούν το παιδί σε αρνητική συμπεριφορά για να το στρέψουν κατά του αδερφού του. Αυτή η πολιτική οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των παιδιών. Είναι ένα αποτέλεσμα της πολυσυζητημένης τάσης για αγωγή μέσω της ταπείνωσης. Μπορείτε να κάνετε το κάθε παιδί να νιώθει ότι το αγαπάτε κι ότι δεν θα χάσει τίποτα από την προσωπική του αξία όταν θα έρθει στον κόσμο ένα μωρό. Ότι εσείς θα το θαυμάζετε γιατί έγινε πια ικανό να κάνει αξιόλογα πράγματα. Ότι θα είναι ο χρήσιμος συνεργάτης σας στη φροντίδα που πρέπει να προσφέρετε σ’ αυτό το μωρό πού μόνο του δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα - ούτε καν να γυρίσει απ’ το άλλο πλευρό να ξεμουδιάσει λίγο. Έτσι, αναγνωρίζονται οι ικανότητάς του, θεωρείται πια από σας ότι μεγάλωσε κι ότι είναι άξιος συνεργάτης σας. Όλα αυτά ανεβάζουν την αυτοεκτίμησή του - και δεν αισθάνεται την ανάγκη να “συγκριθεί” με το μωρό.
Δεν αρνούμαστε πως είναι τρομερά δύσκολο να αποκατασταθεί μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο παιδιά. Αυτό άλλωστε είναι και το πιο βαρύ φορτίο που έχουν να κουβαλήσουν οι γονείς με δύο παιδιά. Το παιδί που θ’ αποτύχει στην ανάπτυξη και στην εκπαίδευσή του, είναι πάντα αυτό που απέναντι του οι γονείς του θα έχουν μια προκατάληψη, για ότι δεν πάει καλά - συχνά επειδή δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τον αγώνα που έκανε για να ξανακερδίσει το ενδιαφέρον τους, που είχε στραφεί αποκλειστικά στο μωρό. Να σημειώσουμε, όμως, ότι, όταν το ένα παιδί νιώσει απογοήτευση και παραιτηθεί από τις προσπάθειές του να αναπτυχθεί, τότε κινδυνεύει και η ανάπτυξη του άλλου παιδιού. Η επιφανειακή πρόοδος και τα προτερήματα αυτού του άλλου παιδιού έχουν οικοδομηθεί πάνω στη νίκη του απέναντι στον απογοητευμένο ανταγωνιστή του. Αν, αργότερα στη ζωή, το πετυχημένο παιδί δεν μπορέσει να ξεπεράσει με την ίδια ευκολία (που ξεπέρασε το απογοητευμένο πρωτότοκο αδερφάκι του) τους αντιπάλους του, ή αν, κάτω αϊτό διαφορετικές επιρροές, τραβήξει πιο μπροστά το πρωτότοκο, τότε, ολόκληρο το οικοδόμημα των ικανοτήτων και των διακοσμητικών προσόντων του επιτυχημένου (δεύτερου) παιδιού θα καταρρεύσει. Και η σύγκρουση που γεννιέται απ’ το φόβο -ένα φόβο που ο φαινομενικός νικητής πάντα τον νιώθει μυστικά- έρχεται στο προσκήνιο. Για ν’ αποφύγετε, λοιπόν, τη δημιουργία τέτοιων οδυνηρών καταστάσεων, πρέπει να είστε αρκετά προσεκτικοί: Να μη συγκρίνετε ποτέ το ένα παιδί με το άλλο. Πολλοί γονείς κάνουν αυτό το λάθος - να πιστεύουν ότι η σύγκριση ερεθίζει δημιουργικά το απογοητευμένο παιδί. Απεναντίας: Του προκαλεί μόνο απελπισία κι αποθάρρυνση, το οδηγεί στην παραίτηση από κάθε προσπάθεια ανταγωνισμού. Και -όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο- βάζει σε κίνδυνο και το “νικητή”, που πείθεται τελικά πως κι αυτός θα είναι χαμένος αν κάποτε σταματήσει να “πετυχαίνει”.
Οι συχνοί καυγάδες και οι συγκρούσεις που προκαλούνται από τον ανταγωνισμό, μπορούν να σταματήσουν μόνο αν προσεκτικά αποφύγετε να πάρετε το μέρος τού ενός από τα δύο παιδιά. Δεν έχει καμιά σημασία το ποιος αρχίζει τον καυγά και ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Ένα μεγάλο μέρος απ’ τη σύγκρουση των παιδιών έχει σκοπό να προκαλέσει την προσοχή σας. Η στάση σας, ανεξάρτητα με το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, θα πρέπει να στηρίζεται στην εκτίμηση, ότι τα παιδιά μπορούν να μάθουν να τα βγάζουν πέρα μόνα τους. Αν κάνουν φασαρία και ενοχλούν, πρέπει να τα βγάζετε έξω και τα δύο, μέχρι να σταματήσουν τον καυγά τους. Είναι επικίνδυνο και ολότελα μάταιο να παρεμβαίνετε στις διαμάχες και στους καυγάδες τους. Η παρέμβαση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τους παρατείνει και -πολλές φορές- να τους υποκινεί. Αν ένα παιδί έρθει να σας παραπονεθεί για το άλλο, μπορείτε να εκφράσετε την πίστη σας ότι κι αυτό και το αδερφάκι του μπορούν μια χαρά να τα βρίσκουν μεταξύ τους - πράγμα που τόσες φορές έχουν κάνει μέχρι τώρα. Στο κάτω-κάτω, κάθε ιστορία έχει τουλάχιστον δύο πλευρές! Κι ο σημερινός ένοχος μπορεί, να θέλει να εκδικηθεί αύριο για την τιμωρία που έφαγε σήμερα. Κάθε κακή συμπεριφορά ενός παιδιού θα πρέπει να διερευνηθεί μέσα στα πλαίσια της ομαδικής συμπεριφοράς - έτσι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε τα αίτια, τα οποία, πολλές φορές, βρίσκονται στο γενικότερο οικογενειακό κλίμα.
Το συναίσθημα ότι ανήκουν σε μια κοινότητα, το συναίσθημα της αμοιβαίας συνεργασίας ανάμεσα στ’ ανταγωνιζόμενα παιδιά, μπορεί να διεγερθεί πιο σωστά αν φροντίσετε να τους αναπτύξετε κοινές, ευχάριστες δραστηριότητες, παίζοντας μαζί τους, παίρνοντάς τα σ’ εκδρομές, κάνοντάς τα να μοιραστούν ευχάριστες εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων είναι πολύ αποδοτικό εάν αποφεύγετε να μαλώνετε τα παιδιά. Αν ένα απ’ αυτά φερθεί άσχημα, θα πρέπει ν’ απομακρυνθείτε κι απ’ τα δύο. Αυτό θα τα βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν ότι η διασκέδασή τους εξαρτάται απ’ τον τρόπο που θα φερθούν μεταξύ τους. Μόνο αν το συνειδητοποιήσουν αυτό θ’ αποκτήσουν αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση.
 ~ Aπό το βιβλίο η πρόκληση να είμαστε γονείς-  Rudolf Dreikurs
via


Όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατ' εξοχήν απρόβλεπτο, τον έρωτα, σε κάτι προβλέψιμο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις.
Χάζευα στην τηλεόραση και σκεφτόμουν πως τη μόνη ατάκα που με αντιπροσωπεύει απόλυτα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, πρόλαβε και την είπε η Ντενέβ (και ούτε καν μια μελαψή πιτσιρίκα απ' αυτές που μ' αρέσουν...): «Στα ερωτικά μου είμαι σαν την κατσίκα: ήσυχη, φτάνει να μην επιχειρήσουν να με δέσουν». Και ξαφνικά στην οθόνη εμφανίστηκε το είδωλο των ειδώλων κι έλεγε κουβέντες γνωστές από παλιά... Πως κάθε φορά που βλέπει άνθρωπο αγκαλιά με ζώο, ξέρει πως ο άνθρωπος ζητάει συγγνώμη από το ζώο για λογαριασμό της ανθρωπότητας. Ντυμένος όπως πάντα με το χρώμα των ειδώλων -μαύρο και μαύρο — αγκαλιά με το άσπρο σκυλί, έλαμπε από ταλέντο. Και πίσω από τη συγγνώμη του διακρινόταν μια προφορά σλαβική, με πολλή λίτοστ που στα τσέχικα θα πει μελαγχολία.
love
Ο Μιλάν μιλούσε για Αθανασία —το θέμα τον νέου του βιβλίου— και δεν μιλούσε διόλου για αγάπη. «Μα επιτέλους. κύριε Κούντερα», είπε ο παρουσιαστής με τα άψογα, άθλια παστέλ, «η αγάπη δεν είναι και για σας, αυτό που είναι για όλους τους υπόλοιπους θνητούς; Δεν είναι θυσία, αυταπάρνηση, δόσιμο, εγκατάλειψη, αδυναμία;» Το είδωλο απάντησε: «Λόγια, κύριέ μου. Πολλά λόγια. Η αγάπη, όπως την εκτιμά και την βιώνει η πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν είναι παρά μια μίζερη υπόθεση που με θλίβει. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως αγαπάνε, αλλά οι άνθρωποι. έτσι κι αλλιώς, δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτό που νομίζουν πως είναι. αλλά κάτι πολύ φτηνότερο, πολύ λιγότερο ευαίσθητο και, συνήθως, εξαιρετικά αδιάφορο. Η “αγάπη” τους είναι το ίδιο άκυρη με την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Λυτοί οι παραφουσκωμένοι διάνοι —και όσο πιο ασήμαντος ο άνθρωπος, τόσο πιο Σπουδαίος και Αχτινοβόλος νιώθει, με τον τρόπο που ο ετοιμοθάνατος τις τελευταίες του ώρες νιώθει ξαφνικά υγιής— μεταφράζουν όλη την ασημαντότητα και την κοινοτοπία του κούφιου τους συναισθήματος, στο ιδίωμα της ωραιότητας, της δήθεν αγάπης. της συγκίνησης. “Αγαπάνε", παράγοντας κιτς, γιατί τί άλλο είναι η εύκολη, δηλώσιμη, καταγράψιμη αγάπη τους, παρά η προσπάθεια να αρέσουν με κάθε τρόπο σε όσους πιστεύουν πιο; φτάνει να δηλώνεις πως αγαπάς για να εξυψώνεσαι. Σας παραπέμπω σ' έναν ήρωά μου, για να πάρετε μια ιδέα περί του τί είναι η αγάπη για τα κοπάδια που αποτελούν το μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Και συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο Φραντς, ο ήρωάς μου, ανίκανος να μιλήσει μετά to ατύχημα, κοιτάζει τη γυναίκα του. την Μαρί Κλωντ με μίσος, ικετεύοντάς την, αν μπορεί να λεχθεί αυτό, με το βλέμμα του, να εξαφανιστεί, να μην τη βλέπει στα μάτια του. Κι όμως, το μίσος του αυτή το εκλαμβάνει σαν υπέρτατη μορφή αγάπης, κολακεύεται μάλιστα πιστεύοντας πως πέθανε ευτυχισμένος, αφού έβλεπε σας τελευταίες του στιγμές την εικόνα της. Αυτό το Αστείο, δεν σημαίνει παρά, πόσο λίγο μπαίνει στον κόπο του "αγαπημένου" προσώπου, ένας εκπρόσωπος του "κοπαδιού”. Πόσο λίγο οι άνθρωποι που λένε πως αγαπάνε, γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Σημαίνει ακόμη, πως υπάρχει ένα ειδικό αισθητήριο περί αγάπης —κι αυτό είναι Προνόμιο που, δυστυχώς ή ευτυχώς, ανήκει στους λίγους».
«Η αγάπη», συνέχισε το είδωλό μου. «είναι πράξη Δημιουργίας και μόνο. Συντελείται μέσα στον χρόνο, έτσι, ώστε ο άλλος μέσα από την πράξη της αγάπης μας. να καταφέρει να πραγματώσει το Εs muss sein του. Το Πρέπει του. Αυτό για το οποίο ετάχθη».
Έκλεισα την τηλεόραση με αίσθημα ανείπωτης ευτυχίας και κάλεσα αμέσως τις δυο φίλες μου. Αυτή που. όπως βλέπετε στη φωτογραφία, επιδίδεται σε παιχνίδια με μαχαίρια και την άλλη, που προτιμά να ασκεί την ανδρική τέχνη του χειροφιλήματος. Και οι δύο. σαν Κυρίες Ψεύτικο Παρόν, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους —σημάδι πως τα ονόματα τους δεν θα τα μάθετε ποτέ. Αυτές οι δυο Εκ Γενετής Ανώνυμες υπάρξεις, τοποθετήθηκαν -από μένα φυσικά — σ’ ένα δωμάτιο με τζάμι-καθρέφτη κι εγώ με τον Δ.Μ. την στήσαμε στο διπλανό δωμάτιο. καιροφυλακτώντας α λα Τζην Χάκμαν και εμπεδώνοντας τις κουβέντες του Ειδώλου μας...
love_hurts
Η Σχεδία των Σχεδίων
— Τον αγαπώ, είπε η Αβρή, σαν Θεό που με ελεεί. Θα μπορούσα ακόμα και να πεθάνω για χάρη του.
— Μήπως θα ήταν καλύτερα να αποδείξεις την αγάπη σου. πληρώνοντάς του τα έξι νοίκια που χρωστάει, αντί να πεθάνεις. ψευδέστατο γύναιο ; ούρλιαξε ο Δ.
— Εγώ τον αγαπώ με τον τρόπο της μικρής κόρης του Ληρ, ψιθύρισε η άλλη, με το μαχαίρι. Ούτε σαν Θεό ούτε σαν Βασιλιά ούτε καν σαν Μητροπολίτη. Τον αγαπώ σαν το αλάτι.
-Δικό σου τρόπο δεν έχεις ν' αγαπάς, καλέ : Από τους Ελισαβετιανούς Θα κάνουμε τώρα συναισθηματικά δάνεια ; ξαναφώναξε ο Δ. αλλά καμιά τους δεν τον άκουσε.
Βαριόμασταν και φύγαμε, αφήνοντας τες να παριστάνουν τις «ανωτάτου» επιπέδου η μια στην άλλη.
— Αυτές οι γυναικάρες, είπε συγχυσμένος ° που δεν αρκούνται στο να είναι κανονικές γυναίκες, αλλά θέλουν να είναι γυναικάρες οπωσδήποτε, μπορούν να τρελάνουν άνθρωπο. Και ξέρεις γιατί: Η υποκρισία τους είναι τόσο εμπεδωμένη. ώστε πιστεύουν και οι ίδιες τα παραμύθια που λένε. Καταλαβαίνεις πού οφείλεται η όλη ιλουζιόν: Στο γεγονός πως δεν καταβάλλουν ούτε καν ψευτοπροσπάθεια να γνωρίσουν τον εαυτό τους —πόσο μάλλον αυτόν που αγαπάνε. Κι αν παρατηρήσεις, θα διαπιστώσεις πως το Σ' Αγαπώ τους, διόλου δεν σημαίνει Σ’ Αγαπώ. Έχει μέσα του την προστακτική και είναι ένα Αγάπα Με και μόνο.
Θερμομετρήσαμε τη βότκα -ο εχθρός της ημιπολυτέλειας είναι η εμμονή στη λεπτομέρεια— και βάλαμε τα πόδια μας πάνω στο βικτωριανό τραπέζι, γιατί τα πράγματα πρέπει να (φθείρονται και να πεθαίνουν πριν από μας η έστω μαζί μας.
-Ο ερωτευμένος που λέει πως αγαπάει, είπε ο Δ., κατ' αρχάς διαμαρτύρεται για το ίδιο το συναισθημά του. Γι' αυτό, το ρήμα Αγαπώ συνοδεύεται συνήθως από τη φράση: «Πώς την έπαθα εγώ; ή «πώς την πάτησα έτσι.:». Ποιος ερωτευμένος νιώθει πως την πάτησε όμως: Ο Κούντερα. το Είδωλό μας,
θα ξεστόμιζε τέτοια ηλίθια κουβέντα; Όχι βέβαια. Την πατάνε αυτοί, οι οποίοι δεν αντεχουν την Αλλότητα του αγαπημένου προσώπου. που επιδιώκουν να βρουν τρόπο ώστε να καταργήσουν τη διαφορά του άλλου από τους ίδιους, να εξουδετερώσουν τον εξωτισμό του. το μυστήριο, το απρόβλεπτο. Μέχρι λοιπόν να βρουν τρόπο αυτοί οι τύποι ώστε να αλώσουν αυτό που τους απειλεί. νιώθουν πως την έχουν πατήσει.
-Δεν σε καταλαβαίνω, είπα.
love-hurts-skip-hunt
-Είναι απλό, γι αυτό δεν θες να καταλάβεις. Νομίζουμε πως ξέρουμε πολύ καλά το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, για τον απλούστατο λόγο πως δεν δίνουμε σημασία στους άλλους. Μόλις θελήσουμε ν’ ασχοληθούμε, όπως γίνεται στους έρωτες, όπου καις και λίγη βενζίνη παραπάνω για τον άλλο, αντιλαμβανόμαστε το μεγάλο μυστήριο. Και τότε χάνουμε συνεχώς τις παρτίδες, εξαιτίας του Απρόβλεπτου του άλλου: δηλαδή του μη ελέγξιμου. Για να μη νιώθουμε πως την πατάμε διηνεκώς και βέβαια για να κάνουμε κάποτε του χεριού μας. αυτόν που μας κάνει ώστε το χέρι μας να μην είναι στο χέρι μας, καταφεύγουμε στη Στρατηγική. -Πιο περίπλοκα δεν μπορείς να μου το εξηγήσεις :
-Μα είναι τόσο περίπλοκο που δεν γίνεται άλλο. Το Σ’ Αγαπώ των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει: Επενδύω σ' ένα άτομο, το καταδείχνω και αγωνίζομαι να το μετατρέψω σε Σύντροφο, να το επιβιβάσω καλό και σώνει στην ίδια σχεδία με μένα. Άρα Αγαπάω θα πει: Επιθυμία Εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ. Συμπέρασμα: Επειδή αγαπάω, δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του του είναι διαφορετική από τη δική μου. Με δυο λόγια: Να τον ξεδοντιάσω.
— Εμπεδώνω, εμπεδώνω, φώναξα. Το Αγαπά», για την πλειονότητα, δεν είναι παρά μια επιτακτική ανάγκη Ομαλοποίησης της ζωής της. Γι' αυτό κι όταν το Σ’ Αγαπώ της πλειονότητας δεν εξαργυρώνεται (γέρνοντας αυτή την ομαλότητα. συνήθως μ ένα γάμο, για να κυριολεκτούμε. όταν δεν ανεβάζει τον άλλο στη σχεδία των σχεδίων μας, τότε είναι που αρχίζουμε να λέμε, άντρες και γυναίκες, τις γνωστές, φριχτές κουβέντες της γυναικάρας: Πως τάχα αυτός ο δεσμός βιώνεται σαν τραύμα, πως είμαστε αδικημένοι... Πράγμα που τελικά σημαίνει πως δεν έγινε το δικό μας...
—Τί γελοίες συμπεριφορές ! είπε ο Δ. Με πιάνει ναυτία όποτε ακούω να λένε τη φράση μισή: «Εγώ γι αυτόν έκανα τα πάντα». Αντί για ολόκληρη, που είναι: «Εγώ γι’ αυτόν έκανα τα πάντα, ώστε να τον φέρω στα μέτρα μου». Καταλαβαίνεις τώρα, φίλη μου. γιατί δεν παντρεύτηκα ποτέ : Με φαντάζεσαι γονατισμένο εξαιτίας του κακόηχου Σ’ Αγαπώ μιας τυχαίας γυναικάρας, που θα πιστεύει επιπλέον πως. αν με φέρει στα μέτρα της, θα με κάνει άνθρωπο: Τί θλιβερή κατάληξη για, κάποιον που θα μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας του στη Φιλοσοφία...
— Έρχεσαι στα λόγια μου, φιλόσοφε. αναστέναξα. Ο γάμος είναι κι αυτός μια υπόθεση που ταιριάζει στη μειονότητα, όχι στο κοπάδι. Και βέβαια μιλάμε για γάμο με δύο σχεδίες, δύο σπίτια, δύο ανθρώπους του ίδιου βεληνεκούς. Και πάλι δυσπιστώ πια, καλέ μου Δ., ως προς την αποτελεσματικότητα ταυ γάμου. Ισως ακόμα και στον γάμο των πιο προχωρημένων όμοιων, να υπάρχει βρόχος...
Έφαγε ένα δαμάσκηνο από το υπομονετικά φτιαγμένο, ισραηλινό φαγητό μου.
— Κοίτα αυτό το εμπνευσμένο πιάτο, είπε. Πόση αγάπη εκπέμπει,
πόσο μη προβλεπόμενο είναι στα χρώματά του και στα συστατικά του, πόσο λυτρωτικό και για σένα που το 'φτιάξες και για μένα που το τρώω. Καλύτερα έχω την αγάπη, με την οποία παρασκευάστηκε και σερβιρίστηκε αυτό το πιάτο, απ' όλη την αγάπη του κοπαδιού για τον άνθρωπο. Γιατί όλα συγχωρούνται. αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατ' εξοχήν απρόβλεπτο πράγμα, τον έρωτα, σε κάτι προβλεπόμενο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις.
— Ίσως όμως, είπα, αυτή να είναι η τιμωρία του μικρού θνητού, προς την ίδια την ιδέα του έρωτα. Αφού ο έρωτας που είναι εκτός σχεδίας τους ζημιώνει, τους τρομάζει, αφού αν δεν τον ελέγχουν, τον χρεώνονται σαν άδικο που τους έτυχε και σαν συμφορά, τότε είναι σχετικά δίκαιο να θέλουν να τον ευτελίοουν, να τον ντύσουν με τα κιτς συναισθήματά τους, να τον πάνε στον παπά για να πάρουν την άδεια να τον ζήσουν. να τον στολίσουν με κομπλέ κρεβατοκάμαρες και με πατάκια... Οφείλουν κατά κάποιο τρόπο να τον μειώσουν, είναι σχετικά δίκαιο.
— Πιο δίκαιο είναι, είπε ο Ολιγαρχικός, να τον αφήσουν στα χέρια εκείνων που δεν γουστάρουν να παίρνουν παρόμοιες ρεβάνς, δηλαδή στα δικά μας...
_______
  Μαλβίνα Κάραλη "Επ' αυτοφώρω" -1991
via



Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια. Δείτε το βίντεο με την οφθαλμαπάτη και προσπαθήστε να απαντήσετε στην εξής ερώτηση: Τι είδους τροχιά ακολουθούν οι μπάλες; Κυκλική ή ευθεία; Μόνο μη βιαστείτε να απαντήσετε γιατί μπορεί να εκτεθείτε... Ίσως το μυαλό σας βλέπει κάτι διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει στ’ αλήθεια.



Στην πραγματικότητα κάθε μπάλα κινείται σε ευθεία γραμμή, όσο κι αν τα μάτια μας προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Για να το καταλάβετε καλύτερα εστιάστε σε μία σφαίρα. Ακόμη καλύτερα παρακολουθήστε στο βίντεο τι αλλάζει όταν όταν προστίθεται μία μπάλα κάθε φορά.

  Πηγή: coolweb.gr



Αν οι άνθρωποι είχαν το μυαλό που χρειάζεται για να καταλάβουν ότι η ποσότητα καταστρέφει την ποιότητα, ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος. Αλλά δεν το έχουν. Δυστυχώς, όχι μόνο οι αμαθείς, που είναι φυσικό, αλλά και πολλοί μορφωμένοι, που είναι αφύσικο, ανάγουν σε ιδανικό τους την ποσότητα - η οποία, πάντως, ας το πούμε για ελαφρυντικό τους, υποθάλπεται απ' αυτή τούτη την ανθρώπινη φύση.
Ο άνθρωπος είναι φύσει άπληστος και, σαν να μην έφτανε αυτό, εξωθείται από τα συμβαίνοντα γύρω του να γίνει και θέσει. Όμως αυτό το λάθος του, δηλαδή η άβουλη και πρόθυμη υποταγή στη συγκεκριμένη επιταγή της φύσης, τιμωρείται μ’ έναν βίο στεγνό και άχαρο, όπου όσο περισσεύει η ποσότητα τόσο σπανίζει η ποιότητα. «Ούκ έν τώ πολλώ τό ευ» δίδασκε η σοφία των αρχαίων Ελλήνων, ενώ η βλακεία των νέων Ελλήνων (και πλείστων άλλων), διαγράφει από το γνωμικό την πρώτη λέξη και κρατάει μόνο τις υπόλοιπες.



Μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στον ευρωαμερικανικό γεωγραφικό χώρο, όπου, μεταξύ διαφόρων κρατικών οντοτήτων χαρτογραφείται και η δυσδιάκριτη κουκκίδα Hellas-Greece, την έμφυτη ανθρώπινη απληστία ήρθε να διογκώσει ασυγκράτητα μια αναπάντεχη υπεραφθονία σε όλο το φάσμα της παραγωγής αγαθών, της προσφοράς υπηρεσιών και της διάπραξης ατιμιών. Τρόφιμα, ποτά, ρούχα, παπούτσια, αυτοκίνητα, μηχανάκια, ταξίδια, πολυκατοικίες, εξοχικά, computers, πτυχία, σκύλοι, γάτες, λαθρέμποροι, λαθρομετανάστες, διαφθορά, σεξ (μετά ή άνευ διαστροφών), καταχρήσεις, κλοπές, διοξείδιο του άνθρακα, αρρώστιες, ναρκωτικά, εκπομπές (τηλεόρασης και καυσαερίων), δεξιώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, πόλεμοι, καφέδες, χαφιέδες, τενεκέδες, τα πάντα παράγονται και διατίθενται σε τεράστιες ποσότητες, ελεγχόμενες από τους παραγωγούς, αλλ’ ανεξέλεγκτες από τους καταναλωτές. Τα πάντα, εκτός από δύο: οξυγόνο και ευφυΐα. Αλλά το κακό είναι πως η σπανιότητα αυτών των δύο αναιρεί την όλη (αμπελο)-φιλοσοφία της καταναλωτικής κοινωνίας, αφού η έλλειψη οξυγόνου προς όφελος του αζώτου οδηγεί τη ζωή σε εξαφάνιση, ενώ η έλλειψη ευφυΐας προς όφελος της βλακείας αποκλείει τη λελογισμένη ζήτηση μιας αλόγιστης προσφοράς.
Κανονικά, αφθονία θα έπρεπε να σημαίνει ευημερία όλων των ανθρώπων, όπως την είχε οραματιστεί ο γι’ άλλους πάνσοφος και γι’ άλλους θεοκατάρατος Κάρολος Μαρξ. Θα έπρεπε... Αν όμως γινόταν ό,τι έπρεπε, δε θα υπήρχε και λόγος να γράφονται βιβλία σαν το παρόν, που συμβάλλουν, φευ! στην εκδοτική και μόνο ευημερία.
Ένα, λοιπόν, από τα παράδοξα της ευημερίας είναι πως η υπερβολή του πλούτου, αυτή η ωμή παραβίαση του περίφημου «μηδέν άγαν», συνακολουθείται και από μια διαβαθμισμένη φτώχεια. Αυτό το γνωρίζουν κάλλιστα όλοι οι «παροικούντες», όχι μόνο την Ιερουσαλήμ, αλλά και την Αθήνα και πάσες τις τερατουπόλεις, όπου σε κάθε πέντε ευημερούντες αναλογούν δυο-τρεις αναξιοπαθούντες.
Η διαπίστωση της οικονομικής επιστήμης πως η αύξηση της ευημερίας κινείται ευθέως ανάλογα με την αύξηση της φτώχειας είναι κάτι που προκαλεί προβληματισμό στους νεοφιλελεύθερους, που αφήνει παγερά αδιάφορους τους νεόπλουτους και που κάνει θηρία ανήμερα τους νεόπτωχους.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότεροι Έλληνες φτωχοί διαφέρουν από τους ομολόγους τους της Ινδίας ή της Βολιβίας ή της Ρουάντας, καθώς πρόκειται για φτωχούς με «άρτον και θεάματα» και με αυτοκίνητα και με (αγύριστα) τραπεζικά δάνεια, ενώ οι άλλοι είναι φτωχοί που ζουν «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (από ασιτία), για να θυμηθούμε τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Όπως συμβαίνει με τη βλακεία και την ευφυΐα, η φτώχεια έχει κι αυτή τις διαβαθμίσεις της. Κι ένα ακόμη από τα παράδοξα είναι πως ο Έλληνας φτωχός μπορεί να διαθέτει π.χ. αυθαίρετο εξοχικό, αλλά να μη διαθέτει αμπάλωτο σώβρακο. Οπωσδήποτε, μια ευφυής κίνηση από μέρους μας θα ήταν να μην πέσουμε στη γνωστή παγίδα, που ευαγγελίζεται την πύλη της ευημερίας ανοιχτή για τους έξυπνους και κλειστή για τους βλάκες. Πολύ συχνά συμβαίνει το αντίθετο, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως.
-----------
   ~ Απόσπασμα από το βιβλίο του Θ. Καρζή "Η βλακεία ως παράγων του ανθρώπινου βίου" 
via



Ο Αριστοτέλης δεν είχε μια μοναδική μέθοδο που την εφάρμοσε σε όλη του τη φιλοσοφία. Θεωρούσε ότι κάθε τομέας μελέτης είχε τις δικές του διαδικασίες έρευνας και κριτήρια ακρίβειας. "Όπως έγραψε για την ηθική:
Η έρευνα δε αυτή θα είναι αρκετά τελεία, εάν πραγματευθώμεν με ακρίβειαν όλα τα σημεία του θέματος το οποίον θα εξετάσωμεν. Διότι την ακρίβειαν δεν πρέπει να την επιδιώκωμεν εις όλας τας ερευνάς μας κατά το αυτό μετρ ον, καθώς ουδέ εις όλα τα κατασκευάζομε να έργα (Ηθικά Νικομάχεια)
Εντούτοις, ο Αριστοτέλης είχε μια ιδέα που θεωρούσε ότι μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγηση πολλών πραγμάτων, από την κίνηση των ουράνιων σωμάτων μέχρι τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων: την τελεολογία. Πρόκειται για την ιδέα ότι το παρόν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό μέσω της αναφοράς στο μέλλον. Η φύση ενός πράγματος -είτε πρόκειται για βελανίδι είτε για άνθρωπο- συνδεόταν αξεδιάλυτα με το τέλος του, το στόχο του ή τον οριστικό του σκοπό. Ο οριστικός σκοπός ενός πράγματος καθορίζει τη φύση του και η φύση κατά συνέπεια το οδηγεί προς το στόχο του. Για παράδειγμα, ο στόχος ενός βελανιδιού είναι να γίνει βελανιδιά και μπορούμε να κατανοήσουμε ένα βελανίδι μόνο σε αναφορά με αυτό που μπορεί να γίνει. Τα βελανίδια, επιπλέον, πάντα γίνονται βελανιδιές και ποτέ έλατα ή μηλιές, παρόλο που τρέφονται με το ίδιο νερό και χώμα όπως και τα άλλα είδη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακριβώς το τέλος του βελανιδιού, εκφρασμένο στη συγκρότησή του, δημιουργεί τη διαφορά. Και τα ανθρώπινα όντα έχουν έναν τελικό σκοπό που εάν μπορούσαμε να τον κατανοήσουμε, θα ήμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι για να τον επιτύχουμε.
Ο Αριστοτέλης είχε γεννηθεί στα Στάγιρα, μια μικρή ελληνική αποικία σι η Χαλκιδική, το 384 π. X. Ο πατέρας του, που πέθανε όταν ο Αριστοτέλης ήταν παιδί, ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, εξ ου και η μακρόχρονη σχέση του φιλόσοφου με αυτό το κράτος. Όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων ταξίδεψε στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ακαδημία υπό την καθοδήγηση του Πλάτωνα. Έμεινε εκεί για τα επόμενα είκοσι χρόνια και αναδείχθηκε στον πιο διακεκριμένο, αλλά όχι και πιο πειθήνιο, μαθητή του δασκάλου του. Ίσως ήταν αναμενόμενο να αναλάβει την Ακαδημία μετά το θάνατο του Πλάτωνα, το 347 π.Χ., αλλά επειδή ήταν έποικος, ο νόμος τού απαγόρευε την κατοχή αθηναϊκής ιδιοκτησίας. Εν πάση περιπτώσει, τότε πλέον οι απόψεις του Αριστοτέλη είχαν αποκλίνει ριζικά από την πλατωνική ορθοδοξία. «Ο Πλάτωνας μου είναι αγαπητός», έλεγε, «αλλά πιο αγαπητή μου είναι η αλήθεια». Σε αντίθεση με ιο δάσκαλό του, προτιμούσε να ερευνά τα γεγονότα για να διαμορφώνει εικασίες όσον αφορά τα υψηλόφρονα ιδανικά, τουλάχιστον κατ’ αρχάς. Έτσι, ο ανιψιός του Πλάτωνα Σπεύσίππος ανέλαβε επικεφαλής της Ακαδημίας, ενω ο Αριστοτέλης έφυγε για να ταξιδέψει στη Μικρά Ασία με τους φίλους του και συναδέλφους Θεόφρασχο και Ξενοκράτη. Εκεί παντρεύτηκε την Πυθιάδα, την ανιψιά του κυβερνήτη της Ασσου, αλλά δύο χρόνια αργότερα, όταν ο θείος της δολοφονήθηκε σε μια εξέγερση, ο Αριστοτέλης κλήθηκε στη μακεδονική πρωτεύουσα, την Πέλλα, από το βασιλιά Φίλιππο. Ο Φίλιππος ζήτησε από τον Αριστοτέλη, ως τον σημαντικότερο πνευματικό άνθρωπο του κόσμου, να διδάξει τον δεκατριάχρονο γιο του, τον μελλοντικό Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν ένα καθήκον που εκτιμούσε, διότι, αντίθετα με τον Πλάτωνα, πίστευε ότι αυτός ο παρασκηνιακός ρόλος ήταν η κατάλληλη στάση για τους φιλόσοφους. Όπως έγραφε σε ένα απόσπασμα του χαμένου του έργου Περί Βασιλείας:
... φιλοσοφειν μεν τω βασιλει ούχ όπως άναγκαίον είναι φάσκων αλλά καί έμποδών, το δε φιλοσοψοΰσιν άληθινώς εντυγχάνειν ευπειθή καί εύήκοον έργων γάρ αγαθών την βασιλείαν ενέπλησεν, ούχί ρημάτων. (Δεν είναι απλώς αχρείαστο για ένα βασιλέα να είναι φιλόσοφος, αλλά και μειονέκτημα. Μάλλον ένας βασιλιάς θα όφειλε να συμβουλεύεται αληθινούς φιλόσοφους. Έτσι θα πληρούσε τη βασιλεία του με καλές πράξεις, όχι με καλά λόγια)
Ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις του Αλέξανδρου θα μπορούσαν να περιγράφουν σαν «καλές» ή όχι, αυτός τελικά κατάφερε να κατακτήσει όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι άσκησε ελάχιστη επιρροή στη διαπαιδαγώγηση του αγοριού πείρα από την ενστάλαξη ονείρων ομηρικής δόξας. Για παράδειγμα, κάποτε συμβουλέυσε τον Αλέξανδρο ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει τους ηττημένους βαρβάρους υποτελείς στους Έλληνες ήταν να αντισταθεί στις μεταξύ τους επιγαμίες. Ο μαθητής του αντέδρασε με το να παντρευτεί την κόρη Πέρση ευγενή και να αναγκάσει τους στρατηγούς του να κάνουν το ίδιο. Ο Αριστοτέλης, εντούτοις, συνέχισε να συμβουλεύει, ατύπως και συχνά από μακριά, τον Αλέξανδρο όταν ενηλικιώθηκε, μόνο και μόνο για να υποστεί στενοχώριες, όταν ο αυτοκράτορας εξωθήθηκε να εκτελέσει το χρονικογράφο του -και εξ αίματος ανιψιό του Αριστοτέλη-Καλλισθένη της Ολύνθου, για προδοσία, το 328 π.Χ.
Ο Αριστοτέλης μετά από τρία χρόνια παραμονής στη μακεδονική αυλή, αποσυρθηκε στην οικογενειακή του ιδιοκτησία στα Στάγιρα και κατόπιν επέστρεψε στην Αθήνα, το 335 π.Χ., όταν ήταν πια πενήντα χρονών. Ο Σπεύσιππος είχε πεθάνει και ο φίλος του Αριστοτέλη Ξενοκράτης είχε εκλεγεί επικεφαλής της Ακαδημίας. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε μια ανταγωνιστική σχολή, το Λύκειο, σε ένα άλσος έξω από την πόλη. Τα επόμενα δεκατρία χρόνια, έδινε προωθημένες διαλέξεις σε ένα στενό κύκλο μαθητών, πριν απευθυνθεί σε ευρύτερο ακροατήριο, τα βράδια. Πολλά από τα διασωθέντα έργα του φιλόσοφου τοποθετούνται χρονικό σε αυτό το διάστημα, κυρίως ως σημειώσεις αυτών των διαλέξεων. Τα έργα του αριθμούν σαράντα εφτά τόμους, αλλά πιθανώς αντιπροσωπεύουν ελάχιστα περισσότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής του παραγωγής. Ήταν ο μεγαλύτερος ειδήμονας των ημερών του σε κάθε πνευματικό πεδίο, από την αστρονομία και τη λογική μέχρι την ανατομία και τη γεωγραφία. Κανένας, πριν και έκτοτε, δεν έχει κατορθώσει να τον συναγωνιστεί. Η πτώση του επήλθε το 323 π.Χ., όταν ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα μια εξέγερση εναντίον της φιλομακεδονικής κυβέρνησης των Αθηνων. Ως συνεργάτης του νεκρού αυτοκράτορα, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε κατασκευασμένες κατηγορίες για ασέβεια. Τράπηκε σε φυγή, διότι, όπως φέρεται να έχει πει, «Οι Αθηναίοι ίσως δεν έχουν άλλη ευκαιρία να αμαρτήσουν ενάντια στη φιλοσοφία, όπως ήδη είχαν κάνει με τον Σωκράτη». Ένα χρόνο αργότερα, υπέκυψε σε μια στομαχική ασθένεια και πέθανε στην Εύβοια, όπου είχε μεταβεί ως πρόσφυγας.
Το ζήτημα των «τελικών σκοπών» είναι ένα μικρό, αλλά επίμονα επανερχόμενο τμήμα του ογκώδους έργου του Αριστοτέλη. Υποστήριζε ότι οι επιστήμονες που είχαν προηγηθεί του ίδιου, όπως ο Δημόκριτος (460-370 π,X.), είχαν συγκεντρώσει πολύ την προσοχή τους στην «πίεση» του παρελθόντος και όχι αρκετά στην «έλξη» του μέλλοντος. Εξηγούσε ότι υπήρχαν τέσσερις διακριτές αιτίες των πραγμάτων - η ύλη, το είδος, η πηγή της κίνησης και ο σκοπός. Για παράδειγμα, η ύλη ενός αγάλματος θα ήταν το μάρμαρο ή ο χαλκός από τα οποία είναι κατασκευασμένο. Αυτή η ύλη εμπεριέχει τη δυνητική προδιάθεση του αγάλματος στην άμορφή μάζα της. Το είδος ήταν η ιδέα ή η εικόνα σύμφωνα με την οποία κατασκευάστηκε το άγαλμα. Αυτή υπήρχε σαν σχέδιο στο μυαλό του γλυπτή. Ο γλυπτής είναι επίσης η πηγή της κίνησης - ήτοι ο συντελεστής της αλλαγής που υφίσταται το μάρμαρο ή ο χαλκός. Ο «τελικός» σκοπός είναι ο σκοπός για τον οποίο κατασκευάστηκε το άγαλμα, όπως η επιθυμία να προσφέρει ευχαρίστηση σε έναν ευεργέτη ή τα προς το ζην σε έναν καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η όλη δράση συνεπάγεται την απελευθέρωση των διάφορων δυνάμεων της ύλης με σκόπευση αυτόν τον τελικό σκοπό. Το αβγό είναι δυνητικά κότα και μετά τη γονιμοποίηση επιτυγχάνει το σκοπό του με την εκκόλαψη. Το νερό συγκροτεί το δυναμικό του ατμού, που απελευθερώνεται μέσω της δράσης της φωτιάς κάτω από το λέβητα. Όλα τα πράγματα αγωνίζονται να κινηθούν από τη φυσική προδιάθεσή τους προς την πραγμάτωση και τελικά προς την τελειοποίησή τους που είναι και η κατάσταση της ηρεμίας. Η κίνηση και η μεταβολή είναι τα μέσα διά των οποίων φτάνουν σ’ αυτή την κατάσταση, κατευθυνόμενα από τις τελικές τους αιτίες ή σκοπούς. Οι πέτρες, για παράδειγμα, πέφτουν στο έδαφος όταν τις ρίχνουμε αντί να ίπτανται στα σύννεφα, διότι είναι ουσιώδη υλικά πράγματα και πασχίζουν για τη γη η οποία είναι το χαμηλότερο μέρος. Οι φλόγες, από την άλλη, έχουν κάτι από τα ουράνια και εξαπολύονται προς τα επάνω. Αλλα αντικείμενα αναζητούν διαφορετικά μέρη ηρεμίας σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση τους.
Ενώ ο τελικός σκοπός ενός αγάλματος απαιτεί την ενέργεια του γλύπτη για να απελευθερώσει το δυναμικό του, τα φυσικά αντικείμενα εμπεριέχουν τη δική τους ενέργεια. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι καθετί στον φυσικό κόσμο έχει ένα τέλος και ακολουθεί ένα φυσικό σχέδιο για να το επιδιώκει. Οι φλόγες και οι πέτρες επίσης έχουν ένα τέλος, αλλά τα πρότυπα από τη ζωολογική μελέτη προσέφεραν στον Αριστοτέλη τα πιο σαφή του παραδείγματα, Είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο ο ζωντανός κόσμος έμοιαζε ρυθμισμένος όχι τυχαία αλλά σκόπιμα και με τους πιο περίπλοκους και απίθανους τρόπους. Για παράδειγμα, σκοπός των ματιών είναι να βλέπουν και είναι τοποθετημένα μαζί με τέτοια πολυπλοκότητα που η όραση καθίσταται δυνατή. Σκοπός των γατόπαρδων είναι να κυνηγούν γαζέλες και γι’ αυτό είναι προικισμένοι με δυνατά πόδια κατάλληλα για τρέξιμο πίσω από τη βορά τους. Οι γαζέλες, από την πλευρά τους, πασχίζουν να ξεφύγουν από τους γατόπαρδους και γι αυτό μπορούν να τρέχουν πολύ γρήγορα. Και τα δύο ζώα όπως και οι άνθρωποι έχουν κοπτήρες για να δαγκώνουν και γομφίους για να μασούν, καθήκοντα για τα οποία και τα δύο είδη δοντιών είναι άριστα δημιουργημένα. Εάν ήταν θέμα τύχης, ίσιος μερικές φορές να γεννιόμαστε με γομφίους στο μπροστινό μέρος της οδοντοστοιχίας και κοπτήρες στο πίσω. Επειδή αυτό συμβαίνει σπανίως μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή ενός σκοπού, αν και ο Αριστοτέλης δεν πίστευε ότι χρειαζόταν να αποδοθεί αυτή η ενεργός συμμετοχή σε κάποιο νοήμονα Δημιουργό. Η ιδέα ενός σύμπαντος σχεδιασμένου προς δικό μας όφελος από ένα γενναιόδωρο Θεό ήταν μια προσαρμογή της αριστοτελικής .σκέψης από τους χριστιανούς σχολιαστές του. Ο Θεός του Αριστοτέλη απολάμβανε μια κατάσταση πραγμάτωσης και τέλειας ηρεμίας. Όλο του το έργο -όλο του το δυναμικό- είχε επιτευχθεί, κατά κάποιο τρόπο, και αυτός δεν ήταν πιθανόν να ενδιαφερθεί για τις υποθέσεις των θνητών.
Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο λέγοντας ότι χαρακτηριστικά όπως τα μυτερά δόντια και τα δυνατά πόδια δεν υπάρχουν σε ένα είδος τυχαία. Ωστόσο, δεν γνώριζε το μηχανισμό της φυσικής επιλογής που τα δημιουργεί - έναν παράγοντα που έμεινε άγνωστος μέχρι τη δημοσίευση της Καταγωγής των Ειδών του Κάρολου Δαρβίνου, το 1859. Οι γατόπαρδοι που θα γεννιόνταν με αδύναμα πόδια θα πέθαιναν από την πείνα πριν προλάβουν να κληροδοτήσουν τα χαρακτηριστικά τους στους απογόνους τους και έτσι τελικά θα ζευγάρωναν εκτός του είδους τους, με τους ανταγωνιστές τους που διέθεταν δυνατά πόδια. Ούτε αυτά τα πόδια ήταν κάτι που τα είδη των γατόπαρδων «επιδίωκαν», τρόπος του λέγειν, σαν τελικό σκοπό, διότι τα δυνατά πόδια ήταν απλώς μια αντίδραση στο περιβάλλον τους - στην περίπτωση αυτή, στην ταχύτητα των θυμάτων τους. Εάν οι γαζέλες είχαν αναπτύξει κοφτερά δόντια και νύχια για να υπερασπίζονται τον εαυτό τους αντί για δυνατά πόδια με τα οποία τρέχουν πολύ γρήγορα, οι πιο δυνατοί γατόπαρδοι θα κυριαρχούσαν επί των πιο αδύναμων αντιπροσώπων του είδους «που ήταν σχεδιασμένοι» να τρέχουν γρήγορα. "Ισως αυτό το σενάριο πραγματοποιηθεί εάν περιμένουμε άλλες λίγες χιλιετίες. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε γιατί η ταχύτητα είναι προς το παρόν τόσο επιτυχημένο χαρακτηριστικό της γονίδιακής δεξαμενής, εφόσον βοηθά τους γατόπαρδους να επιτυγχάνουν το σκοπό τους που είναι η σύλληψη του θύματός τους. Αλλά αυτός ο στόχος δεν είναι, μιλώντας αυστηρά, ο στόχος των ποδιών τους. Παρομοίως, τα μάτια δεν είναι «για να βλέπουμε», απλώς βλέπουν μια ικανότητα που εξασφαλίζει τον πολλαπλασιασμό τους μέσα στη γονιδιακή δεξαμενή. Η φυσική επιλογή δεν είναι μια εγγενής διαδικασία μέσο) της οποίας η φύση κινείται από το δυνητικό στο πραγματικό, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Αριστοτέλη. Μάλλον είναι ένας «τυφλός» μηχανισμός που δεν ευνοεί τον έναν τελικό σκοπό εις βάρος του άλλου. Το μόνο που διασφαλίζει είναι ότι τα χαρακτηριστικά που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον διαδίδονται - και ότι το περιβάλλον μπορεί να αλλάζει, όπως συνέβη στα θαλάσσια αρθρόποδα και στους δεινόσαυρους, πιθανώς και σε εμάς κάποια ημέρα.
Η τελεολογία -η προκαθορισμένη σκοπιμότητα των όντων- αποτελεί ανάθεμα για ένα σύγχρονο εξελικτικό βιολόγο. Πολύ πριν τον Δαρβίνο και τον Μέντελ (1822-1884), είχε απορριφθεί από τη φυσική από επιστήμονες που αντί να αναζητούν τελικούς σκοπούς αναζητούσαν δραστικές αιτίες - το είδος εκείνο των αιτιών που προηγούνται ενός συμβάντος και επενεργούν ώστε να συντελεστεί. Μια πέτρα που πέφτει μπορεί να έλκεται προς το έδαφος, για παράδειγμα, αλλά αυτό οφείλεται στη δύναμη της βαρύτητας που δρα επ’ αυτής. Ο Άγγλος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) έγραψε: «Από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, κάθε σοβαρή πνευματική πρόοδος έπρεπε να αρχίσει με την πολεμική σε κάποιο αριστοτελικό δόγμα». Ωστόσο, μια προσωπικότητα σαν τον Κάρολο Δαρβίνο αναγνώρισε ότι ο Αριστοτέλης είχε συμβάλει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην κατανόηση της βιολογίας. Δυστυχώς, οι μέθοδοι που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους διαδόχους του. Ομολογώντας, στο Περί Zώων Γενέσεως, ότι δεν γνώριζε πώς έφταναν στην ενηλικίωση οι μέλισσες, ο Αριστοτέλης έγραψε:
Όμως, αυτά που συμβαίνουν δεν έχουν επιβεβαιωθεί ικανοποιητικά- αν όμως κάποτε επιβεβαιωθούν, τότε θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη πίστη στις πληροφορίες των αισθήσεων παρά στις θεωρίες, και στις θεωρίες, αν (ίσα βεβαιώνουν συμφωνούν με τα παρατηρούμενα.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος των δύο χιλιετιών μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, οι φιλόσοφοι είχαν εγκαταλείψει ως επί το πλείστον την παρατήρηση. Η έρευνα ήταν κατά κύριο λόγο περιορισμένη στα όσα είχε παρατηρήσει ο Αριστοτέλης. Η Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περιχαράκωση των σκέψεων του Αριστοτέλη και στην αποθάρρυνση της καινούριας έρευνας, κηρύσσοντάς τη μορφή ασέβειας. Ο ελισαβετιανός φιλόσοφος σερ Φράνσις Μπέικον (1561-1626) διηγούνταν μια ιστορία για το πώς μια ομάδα μοναχών συναντήθηκε κατά το Μεσαίωνα για να συζητήσει πόσα δόντια είχε το άλογο. Επειδή δεν μπορούσαν να βρουν την απάντηση σε κανένα έργο του Αριστοτέλη, ένας από τους νεότερους και πιο αφελείς πρότεινε να πάνε στους στάβλους και να τα μετρήσουν. Και για τιμωρία αποβλήθηκε από τη συνάντηση. Το ανέκδοτο λέει ελάχιστα για τα σφάλματα του Αριστοτέλη σε σχέση με τα σφάλματα εκείνων που συγκράτησαν τα συμπεράσματα του, ενώ δεν χρησιμοποίησαν τις προσεκτικές μεθόδους του. Πρόσφατοι σχολιαστές του φιλόσοφου ήταν λιγότερο επικριτικοί από εκείνους του περασμένου αιώνα, ίσως γιατί πολλά δόγματα του Αριστοτέλη έχουν τώρα καταρριφθεί. Είμαστε πιο ευγενικοί έναντι των εχθρών που έχουν ηττηθεί. Ωστόσο, η τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη δεν έχει ανατραπεί τόσο σαρωτικά όσο πιθανώς φαίνεται. Στη βιολογία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την κατασκευή και την εξέλιξη των ματιών παρά μόνο εάν γνωρίσουμε σε τι χρησιμεύουν. Το πιο σημαντικό είναι πως ανεξάρτητα από το εάν τα μάτια είναι για να βλέπουν ή απλά βλέπουν, εάν τους αρνηθούμε τη φυσική τους λειτουργία οδηγούμαστε με βεβαιότητα στη φθορά τους. Τα μάτια ενός ανθρώπου φυλακισμένου για πολύ καιρό σε μια σκοτεινή σπηλιά δεν θα είναι ικανά να εστιάσουν στο φως του ήλιου όταν απελευθερωθεί, όπως και τα δόντια του θα εξασθενήσουν και τελικά θα πέσουν, εάν τρέφεται αποκλειστικά με ρευστή τροφή.
Η ίδια ανάλυση εφαρμόζεται και στις λειτουργίες του ανθρώπου ως ζωντανής ύπαρξης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την ηθική αχρειότητα ως εγκατάλειψη των λειτουργιών μας, άρνηση της ουσίας και του τελικού μας σκοπού. Αγαθό άτομο, από την άλλη, είναι εκείνο που φέρει καλά σε πέρας τις λειτουργίες του, όπως ένα καλό μαχαίρι είναι το μαχαίρι που κόβει καλά. Αλλά πώς ανακαλύπτουμε ποια είναι η λειτουργία του ανθρώπου; Ο Αριστοτέλης την προσδιόρισε σαν εκείνο το τμήμα της φύσης μας που είναι αποκλειστικό γνώρισμα του ανθρώπου. Συνεπώς, δεν μπορεί να είναι η ικανότητα της ανάπτυξης, διότι αυτή τη μοιραζόμαστε με τα φυτά. Ούτε μπορεί να είναι αυτή των αισθήσεων, διότι τη διαθέτουν και τα ζώα. Εκείνοι που ζουν για την ηδονή ως μοναδικό τους σκοπό συμπεριφέρονται σαν απλά κτήνη. Όμως εκείνο που έχουμε εμείς και που δεν εχει άλλο πλάσμα είναι η ικανότητα λογικής σκέψης. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι ένα μαχαίρι, παρά μόνο εάν γνωρίσουμε ότι η λειτουργία του είναι να κόβει, ή ενα βελανίδι, εκτός εάν γνωρίσουμε ότι ο σκοπός του είναι να γίνει βελανιδιά, 6εν μπορούμε να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας παρά μόνο εάν εκτιμήσουμε την αξία μιας ικανότητας που προσιδιάζει μόνο σε εμάς και του στόχου που αυτή η ικανότητα καθιστά δυνατό να μετέχουμε. Αυτός ο στόχος -ο τελικός σκοπός προς τον οποίο όλοι οι άλλοι είναι απλώς μέσα- είναι η ευδαιμονία. Για τον Αριστοτέλη, ευδαιμονία σημαίνει να δρα κανείς συμφωνα με τη λογική. Μια μορφή ορθολογικής δραστηριότητας είναι η πρακτική λογική που καθορίζει τα ηθικά ενεργήματα του ανθρώπου - το είδος της λογικής που ενυπάρχει στις ηθικές αρετές όπως το θάρρος και η γενναιοδωρία. Σκοπό της ζωής κάποιου αποτελεί το να είναι αγαθός -το να είναι αγαθός σημαίνει ότι είναι άνθρωπος. Ωστόσο, ακόμη και όταν ε:να άτομο διαθέτει όλες τις ηθικές αρετές στον κατάλληλο βαθμό, η ατυχία θα μπορούσε να του προκαλέσει δυστυχία. Το αληθινά ευτυχισμένο άτομο χρειάζεται επίσης να διαθέτει υγεία, πλούτο και να μην είναι δούλος (ή γυναίκα), όπως πίστευε ο Αριστοτέλης.
Ευτυχώς, πρόσθετε ο Αριστοτέλης, υπάρχει και άλλο ένα είδος λογικής ικανότητας που παραμένει απρόσβλητο από τις μεταβολές της ζωής. Οι νοητικές ικανότητες είναι η πιο εξυψωμένη πλευρά του ανθρώπου και παρέχουν μια ανωτερη μορφή ευτυχίας από αυτή της ηθικής αρετής: τη δραστηριότητα του φιλοσοφικού διαλογισμού. Δεν θα μπορούσαμε να διαλογιζόμαστε συνεχως, όλη την ήμερα (αφού πρεπει να τρεφόμαστε), αλλά όταν το κάνουμε εξασκούμε το πιο εκλεπτυσμένο στοιχείο του εαυτού μας και εκείνο που, σύμφωνα με ι ον Αριστοτέλη, μοιραζόμαστε με τους θεούς. Αυτό ίσιος φαίνεται σαν ενα εκπληκτικό συμπέρασμα, καθώς η πολλή φιλοσοφία θεωρείται ευρεως ότι κάνει κάποιον δυστυχισμένο. Λεν είχε όμως αυτήν την επίδραση στον Αριστοτέλη που, πανθομολογουμένως, ήταν ενα άτομο χαρούμενο, αλλά αυτό δεν αφορά την ουσία του θύματός μας. «Ευτυχία» είναι απλώς μια χονδροειδής ερμηνεία αυτού που ο Αριστοτέλης όριζε ως ευδαιμονία, κάτι εντελως διαφορετικό από την ικανοποίηση. Η ευδαιμονία δεν είναι μια στατική κατάσταση που έχουμε επιτύχει στο τέλος μιας αγαθοποιού δράσης, όπως είναι μια ανταμοιβή. Ο τελικός μας σκοπός είναι καθ’ εαυτόν μια μορφή δραστηριότητας και η καλή ζωή επιτυγχάνεται με τη διαδικασία της εκπλήρωσής της, οίκος ακριβώς όταν πηγαίνουμε σε ενα εστιατόριο προκειμένου να απολαύσουμε ένα καλό δείπνο δεν περιμένουμε να νιώσουμε την απόλαυση μετά το επιδόρπιο. Η ευδαιμονία, ενώ είναι δύσκολο να επιτευχθεί, είναι πολύ λιγότερο απροσδιόριστη από ότι η «ευτυχία». Μπορεί να έχω μεγάλο σπίτι, δύο αυτοκίνητα, καλή δουλειά και θαυμάσια οικογένεια και ακόμη να αναρωτιέμαι «Είμαι ευτυχισμένος;» Πιθανώς να υπάρχει μικρότερη αμφιβολία εάν κάποιος έχει επιτύχει την ευδαιμονία, διότι αυτή μετριέται από αντικειμενικά γεγονότα και όχι από υποκειμενικά συναισθήματα. Κατά την άποψη του Αριστοτέλη, όταν κάποιος ασκεί την πνευματική αρετή ανενόχλητος, έχει επιτευχθεί η υψηλότερη μορφή ανθρώπινης ζωής.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Ζήνωνας και η χελώναΠώς να σκέφτεστε σαν φιλόσοφοι" του  Nicholas Fearn,  εκδ. Λιβάνης
via


Η τέχνη του να ζούμε καλύτερα
Μήπως στην προσπάθεια να είμαστε ευτυχισμένοι καταλήξαμε να ζούμε τον καταναγκασμό της ευτυχίας, που έχει γίνει συνώνυμο της πληρότητας;
Σήμερα μοιάζει ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος, όπως λέει και ο Μπρύκνερ στην "Αέναη Ευφορία". Έχουμε, όπως τονίζει, περάσει από το δικαίωμα στην ευτυχία, στην ευτυχία σαν επιταγή.
Η αλήθεια είναι πως έχουμε ξεχάσει να «είμαστε» και αναλωνόμαστε στο να «κάνουμε», ώστε να «έχουμε».
Κάθε ρήμα και άλλη κοσμοθεωρία. Γιατί όσα και να έχεις, δεν σε κάνει να είσαι πιο άνθρωπος, να είσαι πιο ευτυχισμένος, πιο ήρεμος, πιο γαλήνιος και πολλά άλλα.
Η Δυστυχία που φτιάχνουμε μόνοι μας
Σκέφτομαι ότι ίσως να έχει δίκιο ο Watzlawick όταν αναρωτιόταν «τι και πού θα ήμασταν χωρίς τη δυστυχία μας; Τη χρειαζόμαστε απελπισμένα».
Για να συμπληρώσει λίγο πιο κάτω στο βιβλίο του "Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου": «Βέβαια, ο αριθμός των ανθρώπων που είναι προικισμένοι από τη φύση με ταλέντο να δημιουργήσουν την προσωπική τους κόλαση, είναι σχετικά μεγάλος», κάτι στο οποίο τείνω να συμφωνήσω.
Συχνά χτίζουμε τη φυλακή που μας εγκλωβίζει, συντηρούμε τις σχέσεις που μας περιορίζουν, και ζούμε ζωές αβίωτες -στερημένες από χαρά, προσωπική εξέλιξη και αγάπη.
Όσα δεν μας έμαθε κανείς για τη ζωή
Τι είναι η ζωή μας λοιπόν; Μήπως ένα εκκρεμές μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας;
Διαβάζοντας το βιβλίο του Ken Robinson «Άλλη λογική», αναλογίστηκα για πολλοστή φορά, πόσα δεν μας έμαθαν στο σχολείο για τη ζωή, για τον εαυτό μας, για το πώς σκεφτόμαστε και το πώς νιώθουμε.
Μας έμαθαν για ημίτονα και συνημίτονα, μάθαμε νεράκι την προπαίδεια, μάθαμε για ιστορία, γεωγραφία και άλλα πολλά, αλλά δεν μάθαμε να λέμε πώς νιώθουμε πέρα από ένα ξερό καλά, κακά, μέτρια ή χάλια.
Πού πήγε ο θυμός, η λύπη, η απογοήτευση, η στεναχώρια, η ματαίωση, η χαρά, η προσμονή, ο ενθουσιασμός, η καχυποψία, η αγωνία, η απελπισία, η οργή, η ηρεμία, η γαλήνη και τόσα άλλα συναισθήματα;
Δεν μάθαμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη του εαυτού μας και των πράξεων μας, δεν μάθαμε να σεβόμαστε τον άλλο, το περιβάλλον, τα ζώα. Δεν μάθαμε να είμαστε ενεργοί πολίτες, να προβληματιζόμαστε, να ταλανιζόμαστε και να αποφασίζουμε για το μέλλον μας.
Ο φόβος της αλλαγής και του καινούριου
Κυρίως όμως, νομίζω πως δεν μάθαμε να εξελισσόσαστε και να αφήνουμε τη βολή, το βόλεμα μας.
Όλα αφορούν την αλλαγή.
Πόσο  έτοιμοι είμαστε ή πόσο φοβόμαστε να αλλάξουμε, να μετακινηθούμε, να διαπραγματευτούμε κάτι καινούριο.
Το άγνωστο μας τρομάζει, μας παραλύει, όπως και τα συναισθήματα που θα μας προκαλέσει.
Λένε πως το οικείο, όσο λάθος, στραβό και αν είναι, έχει τεράστια δύναμη. Έχουν δίκιο, γιατί είναι το γνώριμο, αυτό που ξέρουμε, είναι το αναμενόμενο και δεν μας φοβίζει.
Το νέο, το καινούργιο, το αδιαμόρφωτο, είναι άγνωστο και ως τέτοιο μας τρομάζει.
Όμως αν δεν το καλωσορίσουμε στη ζωή μας, θα ζούμε με συνεχείς συμβιβασμούς και όποιος επιλέγει πάντα μεταξύ του ρίσκου την ασφάλεια, καταλήγει να ζει μέσα στην ανασφάλεια.
Ζούμε μια εποχή που τελειώνουν σιγά-σιγά οι σιγουριές του χθες σε επίπεδο ιδεών, αντιλήψεων, δουλειών, σχέσεων και πολλών άλλων.
Σαφώς και δεν υποστηρίζω την κατάλυση κάθε αξίας και αξιόλογης ιδέας, όμως αν δεν κοσκινίσει κανείς το δικό του αλεύρι, αυτό που κληρονόμησε, δεν θα ζυμώσει το δικό του ψωμί ποτέ και θα αναμασά κομμάτια από το παρελθόν.
Ακόμα και στις σχέσεις χρειάζεται να δουλέψει ο ένας μαζί με τον άλλο, για να επαναπροσδιορίσουν το κενό, μαζί.
Τα κενά που υπήρχαν για χρόνια τα κάλυπταν οι ώρες δουλειάς, τα ψώνια, οι διακοπές, η τηλεόραση και το lifestyle.
Τώρα έπεσε η κουρτίνα και φάνηκαν όσα κάλυπτε.
Κλείνοντας, να σας θυμίσω κάτι: Τα καράβια μπορεί να βρίσκουν ασφάλεια στα λιμάνια, αλλά είναι φτιαγμένα για να ταξιδεύουν.
______
 ~ Της Έρας Μουλάκη Ψυχολόγου- Ψυχοθεραπεύτριας
    Πηγή: eyedoll.gr
via