06/08/19




Ένας από τους μύθους που κατατρέχει τη σημερινή Θεσσαλονίκη είναι αυτός της «ερωτικής πόλης» Πρόκειται για μια πεποίθηση-ταμπού, που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Η κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία των φυλών της, τις πανέμορφες φορεσιές των γυναικών, τις περίφημες πιάτσες και τα ονομαστά μπορντέλα της, ασκούσε πάντοτε μιαν ακαταμάχητη γοητεία στους κατοίκους της επαρχίας, που κατέφευγαν συχνά σ’ αυτήν για να γευτούν τις απαγορευμένες ηδονές της. Δεν είναι παράξενο λοιπόν, που με την πάροδο του χρόνου, η Θεσσαλονίκη απέκτησε τη φήμη της «ερωτικής πόλης» με φαλλικό μάλιστα σύμβολο της τον... Λευκό Πύργο! 


Σήμερα ο χαρακτηρισμός της Θεσσαλονίκης ως «ερωτική πόλη» προβάλλεται από ορισμένους ειρωνικά ακόμη και κοροϊδευτικά. Πρόκειται για ένα στερεότυπο που μάλλον δεν έχει αντίκρισμα στο παρόν της πόλης. Οι κυβερνώντες συνηθίζουν να χαϊδολογούν τον ευαίσθητο, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, τοπικιστικό εγωισμό των Θεσσαλονικέων, με χαρακτηρισμούς περί δήθεν «ερωτικής πόλης», που είναι πιο «φιλική και αυθεντική», σε σχέση με την «ψυχρή και ψεύτικη» Αθήνα. Ορισμένοι προσπαθούν να βρουν την αιτιολογία της φήμης περί «ερωτικής πόλης» στα πάθη που εμπνέει ιστορικά η Θεσσαλονίκη: «Ζώντας στη σκιά της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης και εδώ και 90 χρόνια της Αθήνας, άναβε πάντα φωτιά για να ζεσταθεί…» Ανοησίες!
Ο μόνος που ίσως έχει δίκιο είναι ο αντιφρονών συγγραφέας Νίκος Δήμου, που δήλωσε σχετικά: «Όταν σκέπτομαι την μοίρα των Εβραίων, η δήθεν ‘’ερωτική Θεσσαλονίκη’’ μου μοιάζει σκηνικό θανάτου. Γράφουν και λένε πολλά γι’ αυτή την πόλη –αλλά σπάνια μία λέξη για τους χαμένους». Δεν έχει κι άδικο...

Αν και πλέον η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΛΗ, εντούτοις η φήμη της είναι απολύτως δικαιολογημένη διότι στο παρελθόν υπήρξε όντως η πλέον ερωτική πόλη των Βαλκανίων. Και θα δούμε αμέσως το γιατί.

Η «ΑΜΑΡΤΩΛΗ» ΜΠΑΡΑ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο «ερωτική πόλη» υπήρξε η Θεσσαλονίκη κατά την αρχαιότητα, αν και είναι γνωστό πως υπήρχαν στην πόλη αρκετά Ιερά της Αφροδίτης και άλλων οργιαστικών θεοτήτων της Ανατολής. Το σίγουρο πάντως είναι πως η Θεσσαλονίκη ήταν ένας φημισμένος προορισμός για «σεξουαλικό τουρισμό» από την εποχή ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Θεσσαλονίκη προσέφερε κάθε είδους σεξουαλικές και άλλες απολαύσεις στους επισκέπτες της, και ήταν φημισμένη για τα λουτρά της, τα χανουμάκια της, τα χασισοποτεία της και τα πορνοστάσια της. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν τα μικρά ιδιωτικά τους χαρέμια, ενώ κάθε αξιοσέβαστος νεαρός Εβραίος της Σαλονίκης δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση κάποιου φίλου του να επισκεφθεί την «αδελφή» του. Όσο για τους Έλληνες της πόλης…

Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή του αγοραίου έρωτα της Θεσσαλονίκης άρχισε να εντοπίζεται στα δυτικά της πόλης και κοντά στο λιμάνι. Οι αφιερωμένες στη θεά του έρωτα περιοχές του Βαρδαρίου, όπως τα πολυτραγουδισμένα Λαδάδικα και η θρυλική Μπάρα, βρίσκονταν πάντα κοντά στο λιμάνι και στις δυτικές πύλες της Θεσσαλονίκης, για να εξυπηρετούν καλύτερα τους εισερχόμενους στην πόλη ταξιδιώτες. Στα «Σπίτια» του Κανάλ ντ’ Αμούρ έβρισκαν ως πρόσφατα καταφύγιο οι κουρασμένοι ταξιδιώτες, οι φαντάροι, οι ναυτικοί, οι έμποροι, οι βαριεστημένοι σύζυγοι και κάθε κατηγορίας εκπρόσωποι του αρσενικού φύλου. Με πρόσωπα φτιασιδωμένα από επιστρώματα φτηνών καλλυντικών, οι ιέρειες του έρωτα, γυμνές και με τα πόδια προκλητικά ανοιγμένα, καλούσαν τους βιαστικούς περαστικούς να γευτούν τον «αγοραίο έρωτα».

Η χρυσή εποχή της θρυλικής Μπάρας (από το Ισπανοεβραιϊκό Μπάριο) ή συνοικία των Ελών ήταν το 1916-1918, όταν η κοσμοπολίτικη Στρατιά της Ανατολής του Στρατηγού Σαράϊγ αποβιβάστηκε στην Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου του 1915, ύστερα από παρότρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, συμμαχικά στρατεύματα της Ανταντ αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, μετατρέποντας την σ’ ένα μεγάλο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, με σκοπό να αντισταθεί στην προέλαση των Γερμανο-Βουλγάρων. Ως τα τέλη Ιανουαρίου του 1916 είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη 125.000 Γάλλοι και 100.000 Βρετανοί στρατιώτες. Μετά την έλευση Σέρβων, Ιταλών και Ρώσων στρατιωτών, το Μάιο του 1916, η λεγόμενη «Στρατιά της Ανατολής», υπό τη διοίκηση του Γάλλου Στρατηγού Μορίς Σαράιγ, αριθμούσε πάνω από 350.000 στρατιώτες! Φανταστείτε τον υπερισυνωστισμό που αντιμετώπιζε τότε η Θεσσαλονίκη, που στους 200.000 κατοίκους της είχαν ήδη προστεθεί και 115.000 πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη...

Με την παρουσία της τεράστιας στρατιάς του Σαράιγ η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε μια κοσμοπολίτικη μυρμηγκοφωλιά: στο ήδη υπάρχον εθνολογικό μείγμα των κατοίκων της (Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Σλάβοι, Αρβανίτες, Βλάχοι, Φραγκολεβαντίνοι κ.α.) προστέθηκε και το ετερόκλητο συνοθύλευμα του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος. Οι Γάλλοι μετέφεραν εκεί Αλγερινούς, Μαροκάνους, Σενεγαλέζους, μαύρους από το Σουδάν καθώς επίσης και κρεόλους από την Καραϊβική. Οι Άγγλοι αποβίβασαν στην πόλη και Σκωτσέζους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς αλλά και διάφορες φυλές της Ινδίας. Υπήρχαν επίσης Ιταλοί και Ρώσοι στρατιώτες, ενώ τέλος προστέθηκαν οι πολυπληθείς Σέρβοι και Μαυροβούνιοι. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν είχαν συγκεντρωθεί έως τότε τόσες πολλές και διαφορετικές φυλές –μια πραγματική Βαβέλ εθνοτήτων, γλωσσών, θρησκειών και συνομωσιών! Πολλά έχουν γραφτεί για τη Θεσσαλονίκη του 1916, που είχε μεταβληθεί σε κάτι μεταξύ μεσοπολεμικού «Χονκ-κόγκ και Σαγκάης». Η πρωτεύουσα του ελληνικού βορρά, αυτό το υπέροχο μαργαριτάρι της Βαλκανικής και της Μεσογείου, έγινε τότε αντικείμενο κατακτητικού πόθου πολλών εθνικισμών και συμφερόντων. Η φανταχτερή Θεσσαλονίκη ζούσε εκείνη την εποχή ανεπανάληπτες στιγμές…

Δεν ήταν μόνον η παρουσία αυτού του τεράστιου συρφετού, αλλά και οι κάθε λογής άνθρωποι που την περιτριγύριζαν: έμποροι, καλλιτέχνες, ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός κατασκόπων, πρακτόρων και πληροφοριοδοτών και, προπαντός, χιλιάδες πόρνες. Μαζί με τη Στρατιά της Ανατολής κατέφθασαν και καραβάνια από πόρνες, κάθε χρώματος, φυλής και γλώσσας που, μαζί με το ντόπιο δυναμικό, ανέλαβαν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ορμές της τεράστιας στρατιάς του Σαράιγ. Στην ακμή της η «συνοικία του αίσχους» είχε πάνω από 2.000 πόρνες!

Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Μπάρα ήταν η μεγαλύτερη συνοικία με «κόκκινα φώτα» στην Ευρώπη. Ειδικά τη νύχτα ήταν μια πολυσύχναστη περιοχή. Βέβαια κοντά στη Μπάρα ζούσαν και οικογένειες, που ωστόσο αναγκάζονταν να κρεμούν έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους πινακίδες του στυλ «Προσοχή: Εδώ Κατοικεί Οικογένεια», ώστε να μην τους παρενοχλούν και να τους κτυπούν μέσα στη νύχτα την πόρτα, νομίζοντας ότι είναι ακόμη ένα «σπίτι» της περιοχής.

Για τους νεαρούς στρατιώτες η Μπάρα ήταν ο αγαπημένος τους τόπος για διασκέδαση και απόλαυση. Για έναν νεαρό «Cockney» Βρετανό στρατιώτη, που μιλούσε τα γνωστά «σπασμένα» αγγλικά, το θέαμα μιας «βρώμικής» πόρνης γύρω στα τριάντα, που καθόταν με τα πόδια της προκλητικά ανοικτά, ψαρεύοντας πελάτες, δεν περνούσε ασχολίαστο στις επιστολές που έστελνε στους φίλους του στην πατρίδα. 

Στη διάρκεια του πολέμου οι στρατιώτες ήταν οι περισσότεροι πελάτες της Μπάρας. Γι’ αυτό και ξένοι στρατιωτικοί γιατροί επισκέπτονταν συχνά τις πόρνες για να εξετάσουν την κατάσταση της υγείας τους, ώστε να προστατεύσουν τους στρατιώτες τους από αφροδίσια νοσήματα και ιδιαίτερα από τη σύφιλη, τη μάστιγα εκείνης της εποχής.

Ορισμένα «σπίτια» είχαν μια απλή και σχεδόν οικογενειακή ατμόσφαιρα, ενώ οι πόρνες προέρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου, ανάμεσά τους και αρκετές ντόπιες Θεσσαλονικιές (Ελληνίδες, Εβραίες και Μουσουλμάνες). Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι περισσότεροι πελάτες τους ήταν Βρετανοί, Γάλλοι και Σενεγαλέζοι στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής.

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμειναν στη Μπάρα γύρω στις 1.000 πόρνες, που εξυπηρετούσαν στα μικρά δωματιάκια τους φαντάρους, εμπόρους αλλά και αγρότες της Μακεδονίας. Όμως ο αριθμός τους έφθινε σταδιακά.

Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΑΣ

Το γκέτο της Μπάρας, ήταν ένας σουρεαλιστικός κόσμος φουκαράδων, τυχοδιωκτών και αγοραίου έρωτα, που λειτουργούσε με τους δικούς του κανόνες. Πολλοί συγγραφείς, που επισκέπτονταν τότε τη Θεσσαλονίκη, περιέγραφαν τη «γοητεία» και την «παραδοσιακή ερωτική αίσθηση της Ανατολής», που απέπνεε η πόλη και ιδιαίτερα η Μπάρα. Η ρωσική επανάσταση τον Οκτώβριο του 1917 καθώς και η Μικρασιατική καταστροφή έφεραν στην πόλη καταδιωγμένους Ρώσους αριστοκράτες και εξαθλιωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανάμεσα τους υπήρχαν και πολλά «απροστάτευτα και ορφανά κορίτσια», που η οικονομική ανάγκη τα καθιστούσε ευάλωτα και τα ωθούσε προς την πορνεία.

Μέσα και γύρω από την Μπάρα υπήρχαν πωλητές καρτ ποστάλ, πωλητές χασίς, «δερβίσηδες» που κάπνιζαν ναργιλέ και έμποροι αλόγων. Το οθωμανικής ατμόσφαιρας καφενείο Μαλίκ Μπέη, που επιβίωσε μέχρι το 1930, ήταν το σήμα-κατατεθέν της Μπάρας. Το καφενείο δούλευε όλη τη νύκτα για τις ανάγκες των επισκεπτών της Μπάρας. Στην ιδιοκτησία του καφενείου, που ήταν διακοσμημένο με παλαιομοδίτικούς μεγάλους καθρέπτες, δερμάτινα καθίσματα και ναργιλέδες, άνηκαν πολλά από τα μπορντέλα της περιοχής.

Οι πουτάνες ή πόρνες (στα τούρκικα ονομάζονταν και «μικρές κυρίες» ή χανουμάκια) ζούσαν κάτω από τη βία των νταβατζήδων τους και των πελατών τους. Κάποιες από αυτές τις «κοινές γυναίκες» κατέληγαν το πρωί μεθυσμένες, ημίγυμνες, με μαυρισμένα μάτια και με το αίμα να κυλά από τη μύτη και τα δόντια τους, αφού το προηγούμενο βράδυ είχαν υποστεί κακοποίηση από θυμωμένους και μεθυσμένους πελάτες. Σε μερικά ανωτέρου επιπέδου «σπίτια» η Πατρόνα ή «Μαμά» κανόνιζε τις τιμές και διαπραγματεύονταν το «εμπόρευμα» της. Συχνά μάλιστα έστελνε και κοπέλες σε ιδιωτικές επισκέψεις σε σπίτια αριστοκρατών. Αυτές, με τη συναναστροφή τους με πελάτες από «αριστοκρατικές οικογένειες» της πόλης, αποκτούσαν σταδιακά άλλον αέρα και άλλο λεξιλόγιο κι άρχισαν να σνομπάρουν τις πόρνες του πεζοδρομίου, τις λεγόμενες και Καλντεριμτζούδες, που ψώνιζαν τους πελάτες τους στο δρόμο.





Πολλές ήταν οι «Μαντάμ» της εποχής που η φήμη τους απλώθηκε σε όλη την πόλη, όπως η Μαντάμ Κλεοπάτρα, η Μαντάμ Ζιζέλ (Εβραία) και η Μαντάμ Δεδέ. Η τελευταία, που ήταν και νονά του παιδιού του αρχηγού της αστυνομίας Νίκου Μουσχουντή, διατηρούσε το μπορντέλο της στην οδό Αγγελάκη, σχεδόν αποκλειστικά με κορίτσια-πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η ίδια διατηρούσε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών κι έτσι πολύ γρήγορα μια πληροφορία για νέα πρόσωπα του υποκόσμου έφθανε στις Αρχές.

Ήταν γνωστές άλλωστε οι σχέσεις μεταξύ των επικεφαλής της αστυνομίας της Θεσσαλονίκης και του υποκόσμου. Γνωστές και πολυτραγουδισμένες ακόμη κι από τον Μάρκο Βαμβακάρη, που κυνηγημένος από τον Πειραιά κατέληξε στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη μέρα πήγε σε μια πόρνη, για να συλληφθεί αμέσως το επόμενο πρωί. Επειδή όμως ο Μουσχουντής ήταν λάτρης των ρεμπέτικων, σύντομα έγινε οπαδός του Βαμβακάρη, αλλά και του «καλύτερου μπουζουκιού» της χώρας, του Τσιτσάνη. Ο Βαμβακάρης δεν ξέχασε ποτέ πως οι γυναίκες στη Θεσσαλονίκη ήταν καλοντυμένες, «πολύ σικ» και σε έκαναν να νιώθεις ότι βρισκόσουν στην Ευρώπη.

Ο ΑΡΧΙΝΤΑΗΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΑΣ

Από τις θρυλικές μορφές της Μπάρας εκείνης της εποχής ξεχωρίζει ο «ντυμένος πάντα στην τρίχα» Άλκης Πετσάς, ο επονομαζόμενος και «Βασιλιάς της Μπάρας». Ο Πετσάς, ο αρχινταής του Βαρδάρη, ήταν ο αρχηγός μιας συμμορίας, αποτελούμενη από νταήδες και μαχαιροβγάλτες, με προέλευση την Κωνσταντινούπολη και παραρτήματα σε Σμύρνη και Κρήτη.

Σύμφωνα με τον θεσσαλονικιό συγγραφέα Μάριο Μαρίνο Χαραλάμπους: «Ο Άλκης Πετσάς ήταν τότε ο αναμφισβήτητος βασιλιάς του μικρόκοσμου και του υπόκοσμου της Θεσσαλονίκης. Των χασισέμπορων, των χασισοποτών, των νταβατζήδων, των μπουρδέλων, των μιζαδόρων, των χαρτοπαικτικών λεσχών. Είχε επιβληθεί με την παλικαριά του, το μυαλό του και την καλοσύνη του. Όλα εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Ήταν ο αφέντης της περιοχής» (Η Χρυσή Πύλη της Δύσης, εκδ. Άγνωστο). 

Ο Άλκης Πετσάς γεννήθηκε στο Βόλο, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, στη συνοικία Ταταύλα. Εκεί μπήκε στον κόσμο του χασίς και της σωματεμπορίας. Όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη επιβλήθηκε γρήγορα στο μικρόκοσμο της Μπάρας. Κάθε σύγκρουση μαζί του έβγαινε καταστροφική για τους αντιπάλους του. Δεν άργησε έτσι να εξελιχθεί στον «βασιλιά της Μπάρας».

Το στέκι και ορμητήριο του ήταν ένα καφενείο-χασισοποτείο στη Μπάρα, στην οδό Αφροδίτης 51, απέναντι από το μπορντέλο της Μαντάμ Ερασμίας. Ήταν ένα μικρό μαγαζί με καναπέδες στον τοίχο, λίγα τραπεζάκια, καρέκλες κι ένα μιντέρι για να ξαπλώνει. Στους τοίχους του μαγαζιού ο Πετσάς είχε δύο κορνίζες: η μία ήταν η «Ωραία Κωνσταντινούπολις», η πόλη που μεγάλωσε και η άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη του Ελευθέριου Βενιζέλου, του «Σωτήρα της Φυλής». Τον Βενιζέλο τον θεωρούσε «άγιο και προστάτη» του μαγαζιού του.
Σε γενικές γραμμές ο Άλκης Πέτσας είχε καλή φήμη στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Θεωρούνταν άτομο «με μπέσα», αδιάφθορος, που βοηθούσε τους φτωχούς: Δεν υπήρξε φτωχός που του ζήτησε βοήθεια και δεν τον βοήθησε. Δεν υπήρξε αδικημένος που προσέτρεξε στον Άλκη και δεν τον προστάτευσε. Ο Πετσάς ήταν ο εγγυητής της ασφάλειας στη Μπάρα και κρατούσε την εγκληματικότητα σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο μέρα με τη μέρα μεγάλωνε ο αριθμός των δυσαρεστημένων, που ήθελαν να τον ξεφορτωθούν.

Το 1932 έφθασαν στην Μπάρα δύο νταήδες από την Αθήνα, Σμυρνιοί στην καταγωγή. Ήταν δύο αδέρφια, οι Αυγουλάδες, ο Παράσχος και ο Χατζής. Έφυγαν από την Αθηνά κυνηγημένοι –δυό αδέρφια τους είχαν ήδη σκοτωθεί εκεί σε πόλεμο συμμοριών– και ανέβηκαν στη Θεσσαλονίκη για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Αυτοί ήρθαν σε επαφή με δυσαρεστημένους Σμυρνιούς της Θεσσαλονίκης και άρχισαν να οργανώνουν δικές τους λέσχες, εκβιασμούς και πορνεία. Σύντομα ο υπόκοσμος της πόλης χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους «Κωνσταντινοπολίτες» του Άλκη Πετσά και στους «Σμυρνιούς» των Αυγουλάδων. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις άρχισαν να πυκνώνουν. Ένα βράδυ το πρωτοπαλίκαρο του Άλκης, ο Κέρκυρας, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον μεγάλο αδελφό Αυγουλά. Αυτός ορκίστηκε εκδίκηση.

Οι Αυγουλάδες παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Άλκη για να βρουν ευκαιρία να τον κτυπήσουν. Η ευκαιρία δόθηκε ένα βράδυ στο μαγαζί του στην οδό Αφροδίτης 51. Οι Αυγουλάδες, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να του μιλήσουν, τον πυροβόλησαν πολλές φορές με δύο πιστόλια και μετά άρχισαν να τον μαχαιρώνουν. «Μπαμπέσηδες!», ήταν η μόνη λέξη που πρόλαβε να ξεστομίσει. Ζούσε ακόμη όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε φάει επτά σφαίρες και 11 μαχαιριές. Στην κηδεία του, που έγινε την επόμενη μέρα, παραβρέθηκαν όλοι οι ντάηδες της Σαλονίκης, ενώ όλα τα «σπίτια» και όλες οι χαρτοπαικτικές λέσχες της Μπάρας παρέμειναν την ίδια μέρα κλειστά ως ένδειξη πένθους. Οι εφημερίδες έγραφαν πως ανάμεσα σε όσους παραβρέθηκαν στην κηδεία του Άλκη Πετσά κυκλοφορούσαν 500 με 1.000 πιστόλια και υπήρχε φόβος επεισοδίων και αντεκδικήσεων. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαντάμ Ερασμία, η μοναδική φίλη του Άλκη, η οποία κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε και κραύγασε: «Γεια σου, ήρωα μου. Γεια σου, γλεντζέ μου. Γεια σου, αγόρι μου. Σ’ έφαγαν μπαμπέσικα. Και η Ερασμία χάνεται μαζί σου. Να το ξέρεις!»

«ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΙ» ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΙ

Η πορνεία ήταν σημαντικό κομμάτι της οικονομίας της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. To 1928 υπήρχαν τουλάχιστον 48 πορνεία με επίσημη άδεια, ενώ υπήρχαν και δεκάδες άλλα «σπίτια» που λειτουργούσαν παράνομα. Αλλά ήδη η καθωσπρέπει αστική κοινωνία της πόλης θεωρούσε καθήκον της την εξάλειψη του «αποστήματος» της Μπάρας.

Αφορμή για τις εκστρατείες «εξυγίανσης» της πόλης και εξουδετέρωσης της αμαρτωλής Μπάρας, υπήρξαν και διάφορα περιστατικά ορισμένων καλών και σεμνών κοριτσιών που εξωθήθηκαν από τους «αγαπητικούς» τους στην πορνεία. Είναι η γνωστή από τις εφημερίδες της εποχής η περίπτωση της Χρυσούλας Τ., που διατηρούσε «ερωτικές σχέσεις» με τον Παναγιώτη Πιερίδη, επειδή εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί. Όμως η Χρυσούλα δεν στάθηκε τυχερή. Σύντομα βρέθηκε ξαπλωμένη σε κρεβάτι όχι στο νέο της σπίτι, όπως της είχε υποσχεθεί, αλλά στο μπορντέλο μιας παλιάς φίλης και συνεταίρου του Πιερίδη, της Αγγέλας Μαχαιρά, γνωστής και ως «Το Μαχαίρι». Η Χρυσούλα κατάλαβε τότε ότι ο «καλός» της την προόριζε για πόρνη, το έσκασε και κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Όπως έμαθε στη συνέχεια δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο και ότι το σύστημα αυτό απέδιδε και εφοδίαζε τα μπορντέλα της πόλης με «φρέσκο κρέας».

Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις διεφθαρμένων δημόσιων υπαλλήλων που εκτός που εκμυζούσαν το μισθό τους από τα ταμεία του Δημοσίου, επιδίδονταν ταυτόχρονα και στο επάγγελμα της σωματεμπορίας, όπως περιγράφει σχετική καταγγελία στον ίδιο το Δήμαρχο με ημερομηνία 18.11.1932. Το καταγγελλόμενο πρόσωπο ονομάζεται Λεωνίδας Περλεγγίδης, και εργάζονταν στο γραφείο στρατολογίας του Δήμου Θεσσαλονίκης: Αυτός, σύμφωνα με την έγγραφη καταγγελία της Ελένης Αργυροπούλου, «αναμοχλεύει και ευρίσκει γυναίκας απροστάτευτους και τας μεταφέρει προς εμπορία εις άλλα άτομα, καθώς προ τριημέρου έκλεψεν μίαν ιερόδουλον, ονομαζόμενη Αλίκην Σέρας, εκ της οικίας μου, και την οποίαν μεταφέρει από άτομον εις άτομον να την πουλήση εις τον τα πλείστα προσφέροντα… και το φρικωδέστερον είναι ότι τυγχάνει και έγγαμος».
Το 1934 η συντηρητική εφημερίδα Μακεδονία επιδόθηκε σε μια ηθικολογική αρθρογραφία σχετικά με την «εξυγίανση» της πόλης από την «άσεμνη και καταραμένη» πορνεία, λέγοντας πως «άλλες πόλεις κατάφεραν ήδη να καθαρίσουν από αυτή την κατάρα».

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ «ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

Την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου ο νέος αρχινταής της Μπάρας ήταν ο Κέρκυρας, το αλλοτινό πρωτοπαλίκαρο του Άλκη Πετσά. Αυτός την περίοδο της Κατοχής έγινε Ταγματασφαλίτης και συνεργάτης των Γερμανών. Άνοιξε μάλιστα και μπουζουκτσίδικο για τους μαυραγορίτρες –οι μόνοι που είχαν τότε λεφτά και καλοπερνούσαν–, όπου έπαιξε και ο Τσιτσάνης.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και ο νεοσύστατος ΟΗΕ, ζήτησαν και επεδίωξαν να κλείσει η Μπάρα –η ντροπή της Θεσσαλονίκης. Έξω από την Μπάρα τα περισσότερα μπορντέλα έκλεισαν το 1949, εκτός από ορισμένα που παρέμειναν ανοικτά για να εξυπηρετούν τις σεξουαλικές ανάγκες των στρατιωτών και των επισκεπτών της πόλης. Το 1951 τα περισσότερα σπίτια μέσα στη Μπάρα κατέβασαν τις πόρτες τους και ορισμένα από αυτά μετακόμισαν κοντά στην περιοχή του νέου σιδηροδρομικού σταθμού. Παρά τις διώξεις των αρχών η πορνεία στη Θεσσαλονίκη συνέχιζε να υπάρχει underground και, όταν κάποιο αμερικανικό πολεμικό σκάφος προσέγγιζε το λιμάνι της όπως έγινε το 1952, «ξαφνικά» η παραλία και το κέντρο της πόλης γέμιζαν από γυναίκες «αμφιβόλου και υπόπτου ηθικής». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 πάνω από εκατό «άσεμνες γυναίκες», σχεδόν όλες τους Ελληνίδες, ασχολούνταν επαγγελματικά με την πορνεία. Σε σχέση με τις χιλιάδες που πρόσφεραν τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες στην πολυεθνική πελατεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γυναίκες αυτές ήταν αριθμητικά ασήμαντες.


Ωστόσο όλη αυτή η περιοχή γύρω από την πλατεία Βαρδαρίου συνέχισε να εμπνέει τους ποιητές και συγγραφείς της πόλης, που συνέβαλαν με τα γραπτά τους στη φήμη της Θεσσαλονίκης ως «ερωτικής πόλης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συγγραφέας Γιάννης Ιωάννου που περιέγραφε τον τελετουργικό ερχομό του στην πόλη από το σιδηροδρομικό σταθμό και το πέρασμα του από την «ερωτική» πλατεία Βαρδαρίου. Βέβαια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι συγγραφείς είχαν την τάση να βλέπουν το ζήτημα ρομαντικά και να υμνούν την προπολεμική Μπάρα, παραβλέποντας το γεγονός πως η άνθηση της πορνείας στην περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης κοινωνικής κρίσης που προκάλεσε στην πόλη η Μικρασιατική Καταστροφή.

Σήμερα ωστόσο, όλες αυτές οι περιοχές, που έχουν γεμίσει με κινέζικα μαγαζιά -ένα είδος “Chinatown” της Σαλονίκης- δεν είναι παρά μια χλωμή σκιά του ένδοξου εαυτού τους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Στις μέρες μας στις οδούς Βάκχου, Αφροδίτης, Οδυσσέως κ.α. τα «κόκκινα φωτάκια» σπανίζουν και οι επισκέπτες ολοένα και λιγοστεύουν –αν και τελευταία η ροή έχει κάπως αυξηθεί εξαιτίας των ανδρών μεταναστών που θέλουν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις. Λίγους δρόμους πιο πέρα τα ονομαστά Λαδάδικα, απέναντι από το λιμάνι, «αναβαθμίστηκαν» και μετατράπηκαν σε στέκια ενός αντισηπτικού τρόπου διασκέδασης και πόλος έλξης τουριστών. Κι η θρυλική Μπάρα, βυθισμένη στο απόκοσμο μεγαλείο της παρακμής της, ζει τους έσχατους καιρούς της. Άλλη μια παραδοσιακή γειτονιά, σήμα κατατεθέν της ερωτικής Θεσσαλονίκης, αργοσβήνει και ίσως κάποια στιγμή «αναβαθμιστεί» και αυτή και γίνει άλλη μια αντισηπτική ατραξιόν για ξεστρατισμένους τουρίστες ή απλά μετατραπεί, όπως φαίνεται, στην “Chinatown” των Βαλκανίων.

***

Γιώργος Στάμκος 

Πηγή: tvxs




  7 τα θανάσιμα αμαρτήματα:

Αλαζονεία (υπεροψία, περηφάνεια, εγωισμός), 

Λαγνεία 

Οργή (θέληση για εκδίκηση, βία), 

Λαιμαργία 

Οκνηρία (σωματική ή πνευματική τεμπελιά), 

Απληστία (φιλαργυρία), 

Ζηλοφθονία (ζήλεια για ότι έχει ό άλλος).


 Κάθε ζώδιο έχει μια τάση για ένα, ή περισσότερα από αυτά.

Για πάμε να δούμε το (τα) αμαρτήματα σου!


ΚΡΙΟΣ: Θυμός- οργή και αλαζονεία! Μα κύριε Κριέ μου, ηρεμήστε λιγάκι κι αν δεν βγείτε πρώτος στην (φανταστική- μέσα στο μυαλό σας) κούρσα, δεν έγινε και τίποτα!


ΤΑΥΡΟΣ: Μια λαιμαργία κι ένα ανικανοποίητο στις αισθήσεις την έχουμε έτσι; Προσθέτω και την λαγνεία εδώ (το πάμε το σεξάκι έτσι;) και τσίμπα και μια οκνηρία, έτσι για να έχεις! Οκ, δουλευταράς είσαι, αλλά… όταν σηκωθείς με το καλό από τον καναπέ!


ΔΙΔΥΜΟΙ: Το ξέρεις ότι είσαι λάγνος; Και στο σώμα και στο μυαλό καλέ μου Δίδυμε! Μπορεί επίσης να εκδηλώσεις και οκνηρία πνευματική όταν σε πιάσει το ανάποδο σου! Σιγά μην ασχοληθείς και σιγά μην κάνεις! Για να μην σου πω ότι μπορεί να σε χτυπήσει κι ο εγωισμός, ανάλογα με τα κέφια σου!


ΚΑΡΚΙΝΟΣ: Μια απληστία, μια ανάγκη να έχεις πολλά, να ικανοποιείς τις κρυφές και φανερές σου επιθυμίες, θα στην προσάψω! Για να μην ανοίξω το στόμα μου για την λαιμαργία, ή την ζήλεια που μπορούν να σε κάνουν ότι θέλουν! Θέλει πυγμή και χαρακτήρα για να τις τριπλάρεις, αλλά εσύ, μπορείς να το κάνεις!


ΛΕΩΝ: Μια περηφάνια κι έναν εγωισμό, θα στα κολλήσω, αλλά για να είμαι ειλικρινής, στα περισσότερα αμαρτήματα, θα μπορούσες άνετα να πάρεις ποσοστό! Παρόλα αυτά, θα αναγνωρίσω ότι το σωστό Λιοντάρι, έχει γερές αντιστάσεις κι έτσι… σε αφήνω μόνο με 1!!!


ΠΑΡΘΕΝΟΣ: Μια ζήλεια, την έχουμε, έτσι; Δεν ζηλεύεις το ταίρι σου, αλλά θέλεις να είσαι σωστός, άψογος και δεν γουστάρεις να έχει άλλος τα πρωτεία! Στα υπόλοιπα όμως αμαρτήματα, δεν σκοντάφτεις, αν και καμία φορά, μια υπεροψία, την εκδηλώνεις!


ΖΥΓΟΣ: Θα σας δώσω μια οκνηρία για να έχετε και θα προσθέσω και μια περηφάνια, διότι μια ομορφιά και μια καλαισθησία την έχετε και συχνά πυκνά μπορεί το είδωλο σας να το θαυμάζετε και να του στέλνετε και πολλά φιλάκια!


ΣΚΟΡΠΙΟΣ: Δεν θέλει σκέψη: λαγνεία (σεξάκι), οργή (μια θερμοκρασία, την ανεβάζουμε έτσι;), ζηλοφθονία (ε, μια ζήλεια, σε τσιμπάει που και που) και φιλαργυρία (σιγά μην δεν σου αρέσει το χρήμα).


ΤΟΞΟΤΗΣ: Λαιμαργία, παιδιά του Δία, σας έχει πιάσει ποτέ; Μια οκνηρία, την έχετε νιώσει; Μια τεμπελιά, μια ραστώνη, μια ανάγκη να τα παρατήσετε όλα κι απλά να αράξετε και να απολαύσετε την ύπαρξη σας; Λέω όμως να προσθέσω στις αμαρτίες σας και την λαγνεία! Το παρακάνω; Μπαααααααααααα!


ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ: Φιλαργυρία / απληστία, αγάπη για το χρήμα, πρώτη και καλύτερη σε εσένα αγάπη μου! Θα σου προσθέσω και την αλαζονεία (είσαι ο καλύτερος του χωριού, που να σκάσουν όλοι!) και οργή για εσένα, καλέ μου Αιγόκερε!


ΥΔΡΟΧΟΟΣ: Αν δεν μας σώσεις, εσύ, τότε ποιος;;; Τσίμπα έναν εγωισμό, πασπαλισμένο με μπόλικη περηφάνια και για να σου συμπληρώσω το σετάκι, θα σου δώσω δώρο μια λαγνεία,(έτσι, για να έχεις!) και μια οργή! Διότι όταν τα παίρνεις κράνος… παύει να λειτουργεί το σύμπαν!


ΙΧΘΥΕΣ: Για να μην το πολυζαλίζουμε το θέμα, οκνηρία και λαιμαργία, σου ταιριάζουν κουτί! Και μπορεί να μην είναι όλα τα Ψάρια λαίμαργα ή τεμπέλικα, αλλά που και που, σας χτυπάει μια απληστία και τα θέλετε ΟΛΑ! Βρε, καθίστε καλά! Όλα στον υπερθετικό βαθμό τα θέλετε! Να μην σας δώσω και μια λαγνείααααααααααα;;;; Όχι; Ε, πείστε με ότι δεν την αξίζετε! Με τις υγείες σας!
via



   Στίς 15 Μαΐου 2018, στόν ἱστότοπο PRONEWS ἀναρτήθηκε ἡ ἀκόλουθη εἴδηση: «Τό Βραβεῖο Ἀριστείας Κλινικοῦ–Ἐργαστηριακοῦ Ἔργου καί Ἐφαρμογῆς Καινοτόμων Μεθόδων καί Τεχνικῶν ἀπονέμεται στήν ἐπίκουρη Καθηγήτρια Ἐμβρυολογίας–Γενετικῆς στήν Ὑποβοηθούμενη Ἀναπαραγωγή τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰκατερίνη Χατζημελέτη.

 Ἡ τιμώμενη πραγματοποίησε γιά πρώτη φορά παγκοσμίως ἐφαρμογή κυτταροσκελετικῆς ἀνάλυσης φρέσκων ἀνθρώπινων ἐμβρύων σέ ὅλα τά στάδια τῆς προεμφυτευτικῆς ἀνάπτυξης καί ἐφαρμογή γιά πρώτη φορά παγκοσμίως κυτταροσκελετικῆς ἀνάλυσης ἀνθρωπίνων ἐμβρύων μετά ἀπό κατάψυξη μέ τή μέθοδο τῆς ὑαλοποίησης*…


Στήν ἐρευνήτρια δωρήθηκαν γιά ἐρευνητικούς σκοπούς 110 ἀνθρώπινες βλαστοκύστεις (ἔμβρυα στήν 5η μετά τή γονιμοποίηση ἡμέρα)…».

*****


   Ἡ ἔρευνα σέ ζῶντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ πολλά ἐρωτήματα καί ζητήματα νομικά, δεοντολογικά, βιοηθικά καί θεολογικά.


 Τά αὐστηρά νομικά ζητήματα καλύπτονται ἀπό τό ἄρθρο 11 τοῦ νόμου 3305 τοῦ 2005 καί ἀπό τά ἄρθρα 13 καί 14 τοῦ Κώδικα Δεοντολογίας Ἰατρικῶς Ὑποβοηθουμένης Ἀναπαραγωγῆς τῆς Ἐθνικῆς Ἀρχῆς Ἰατρικῶς Ὑποβοηθουμένης Ἀναπαραγωγῆς.


 Βεβαίως ὁ νόμος ἀπαιτεῖ τήν συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων μετά ἀπό ἐνημέρωσή τους γιά τούς στόχους τῆς ἔρευνας.


 Τό ἐρώτημα εἶναι:


Τί εἴδους ἐνημέρωση καί μέ ποιόν τρόπο αὐτή δίνεται στούς δότες ὥστε νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ συναίνεσή τους;


Μάλιστα στό ἄρθρο 14 τοῦ Κώδικα Δεοντολογίας ἀπαιτεῖται ἡ ἔγγραφη συναίνεση καί τῶν δύο γονέων, ἡ ὁποία, πρῶτον, παραχωρεῖ τά πλεονάζοντα ἔμβρυα κατά προτεραιότητα σέ ἄλλο πρόσωπο πού ἐπιλέγει ὁ ἰατρός γιά ἐρευνητικούς σκοπούς, καί δεύτερον, ἀποδέχεται τήν καταστροφή τῶν ἐμβρύων, καθιστώντας ἔτσι τούς γονεῖς συνυπεύθυνους καί συνένοχους τῆς καταστροφῆς τῶν ζώντων ἐμβρύων τους.


Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι ἡ ἔρευνα σέ ζῶντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι, ὑπό προϋποθέσεις νόμιμη.


Εἶναι ὅμως καί ἠθική;


Τά βιοηθικά–βιολογικά ζητήματα πού συνδέονται μέ τήν ἔρευνα σέ ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι καί τά σπουδαιότερα.


 Τό βασικότερο ζήτημα εἶναι ὁ καθορισμός τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του.


Τί ἀκριβῶς εἶναι τό ἀνθρώπινο ἔμβρυο στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του; 


Εἶναι μιά ζῶσα βιολογική ὀντότητα;


 Εἶναι ἕνας ἐν δυνάμει ἄνθρωπος ἤ


 μία ἔμψυχη ἀνθρώπινη ὕπαρξη σέ ἀρχικό στάδιο ἀνάπτυξης;


Στίς δυτικές κοινωνίες, στίς ὁποῖες περισσεύει ἡ ὑποκρισία, οἱ νομοθεσίες τους ἐπιτρέπουν τήν ἔρευνα σέ ἀνθρώπινα ἔμβρυα μέχρι τήν 14η ἡμέρα ἀπό τή γονιμοποίηση, ἐνῶ ὑποστηρίζουν τήν προστασία τους μετά τήν 14η ἡμέρα.


 Ὅμως οἱ ἴδιες δυτικές νομοθεσίες ἐπιτρέπουν τήν ἔκτρωση, δηλαδή τή θανάτωση τοῦ ἐμβρύου, σέ πολύ μεταγενέστερο στάδιο ἀνάπτυξης, τότε πού ἡ ἀνθρώπινη ἰδιότητα τοῦ ἐμβρύου δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν.


 Ὁ ὁρισμός τῆς 14ης ἡμέρας ὡς νομικοῦ ὁρίου γιά τόν πειραματισμό στά ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι ἐν πολλοῖς αὐθαίρετος καί στηρίζεται στούς ἰσχυρισμούς κάποιων συγχρόνων βιολόγων πού ὑποστηρίζουν ὅτι τό ἔμβρυο στά ἀρχικά στάδια ἀνάπτυξής του δέν διαθέτει ἀναπτυξιακή ἀτομικότητα, χαρακτηρίζοντάς το πρό-ἔμβρυο γιά τίς 2-3 πρῶτες ἑβδομάδες.


 Κατ’ αὐτούς τό πρό-ἔμβρυο δέν εἶναι ἀνθρώπινη ὕπαρξη μέ ἀτομικότητα καί ἄρα μέ πλήρη δικαιώματα προστασίας τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἕνα «βιολογικό ὑπόστρωμα» μέ γενετική μοναδικότητα, χωρίς ἀναπτυξιακή ἀτομικότητα, πού ὅμως ἀποκτᾶ τήν ἀνθρώπινη ἀτομικότητα μετά τήν ἐμφύτευσή του στή μήτρα.


*****


Ὅμως, σέ ἀντίθεση μέ τά παραπάνω, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ σύλληψη ἀναμφίβολα δημιουργεῖ ἕνα νέο καί πλήρη, ἄν καί ἀνώριμο, ὀργανισμό πού κατέχει ὅλες τίς γενετικές πληροφορίες καί τά ἐπιγενετικά θεμέλια γιά μία αὐτο-διευθυνόμενη ἀνάπτυξη.


Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμβρύου χαρακτηρίζεται ἀπό μία κανονική, προβλέψιμη καί σύνθετη ἀλληλουχία γεγονότων, καί δέν ὑπάρχει κάποια εἰδική στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη ζωή γίνεται πιό ἄξια σεβασμοῦ καί ἀπόκτησης ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.


 Ἡ ἀξία της εἶναι ἐγγενής.


Τό ἔμβρυο στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του δέν εἶναι ἕνας ἐν δυνάμει ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος ἐν ἐξελίξει καί μάλιστα ἔμψυχος σέ πρώιμο στάδιο ἀνάπτυξης.


*****


Στό ζήτημα τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει σαφή τοποθέτηση.


 Πρεσβεύει τήν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἐμψύχωση τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου. 


Τό ταυτόχρονο τῆς δημιουργίας τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς ὑποστηρίζει τόσο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης1 ὅσο καί ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης2.


 Τό κύτταρο πού προκύπτει ἀπό τή συνένωση σπερματοζωαρίου καί ὠαρίου, τό ζυγωτό, εἶναι ἔμψυχη ἀνθρώπινη ὕπαρξη.


Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιά ψυχοσωματική ὀντότητα καί ὁλότητα.


 Ἡ συμφυΐα αὐτή σώματος καί ψυχῆς εἶναι ἕνα μυστήριο.


 Ἀρχίζει ἀπό τή σύλληψη, ὅπου, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «ἡ ψυχὴ συνκτίζεται γηίνῳ σώματι» κατά τρόπο μυστικό, μή πλήρως κατανοητό καί μή ἐπιδεχόμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας.


 Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό βιβλίο του «Ἔπη Θεολογικά»3 ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι τελεία καί ὅταν ἀκόμη βρίσκεται στό ἔμβρυο, δέν μπορεῖ ὅμως νά φανερώσει ὅλη της τήν ἐνέργεια λόγῳ τῆς σωματικῆς ἀτέλειας τοῦ ἐμβρύου.


Ἔτσι ἡ ψυχή στήν ἀρχή σιωπᾶ, μετά ἀκοῦμε τήν ἄτονη φωνή της καί μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σώματος ἀφήνει νά ξεχύνεται ὅλη ἡ δύναμη, ἡ σοφία, ἡ σύνεση καί ἡ ἀρετή της.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θέτουν ὡς προϋπόθεση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τήν ὕπαρξη ψυχῆς ἐντός τοῦ σώματος.


Ἡ ψυχή εἶναι ἡ ζωοποιητική τοῦ σώματος δύναμη.


 Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 4,5 θεωρεῖ ὅτι:


 ἡ λογική καί ἡ νοερά φύση τῆς ψυχῆς ἔχει ὄχι μόνο οὐσία της τή ζωή, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας παραμένει ἀθάνατος, μή ἐπιδεχόμενη διαφθορά, ἀλλά καί τήν ἐνέργεια, πού ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα, γι’ αυτό καί λέγεται ζωή του.


 Τήν ἴδια γνώμη ἔχει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός 6.


 Ἡ ζωοποιητική δύναμη τῆς ψυχῆς ἐνεργεῖ διαμέσου τῶν σωματικῶν ὀργάνων.


Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη7 καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης 8 ἡ ψυχή δείχνει τίς κινήσεις της ἐνεργώντας καί κινώντας τά τοῦ σώματος μέλη καί ὄργανα, τό καθένα πρός τή δική του ἐνέργεια.


Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς πιό πάνω θέσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς σύλληψης, παραμένει στό σῶμα, ἀσκώντας τήν ζωοποιό της ἐνέργεια, μέχρι τή στιγμή πού ἡ ἀναχώρησή της ἀπό αὐτό σηματοδοτεῖ τόν θάνατο τοῦ σώματος.
 Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωή χωρίς τήν ὕπαρξη ψυχῆς στό σῶμα, εἴτε αὐτό εἶναι τό μονοκύτταρο σῶμα τοῦ ζυγωτοῦ εἴτε τό πολυκύτταρο σῶμα τοῦ ἐνήλικα.
 Θά πρέπει πάντως νά σημειωθεῖ ὅτι ἅπαξ καί δημιουργεῖται ἕνα ἀνθρώπινο ἔμβρυο, αὐτό εἶναι προορισμένο νά ζήσει στήν αἰωνιότητα, γιατί ἡ ψυχή του οὔτε καταστρέφεται οὔτε χάνεται, 


ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης: «καὶ γὰρ καὶ ἐκ τῶν ἐμβρύων ἢ ἐκτρωμάτων, αἱ ψυχαὶ οὐ θανατοῦνται, οὐδὲ ἀπόλλυνται, ἀλλὰ σὺν ἡμῖν πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἀναστάσει ἐπισυνάγονται τῇ ἀρρήτῳ ἐνεργείᾳ καὶ παντοδυνάμῳ τοῦ Θεοῦ»9. 


Εἶναι σίγουρο ὅτι τά καθ’ οἱονδήποτε τρόπο καταστραφέντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα θά συναντήσουν στήν αἰωνιότητα καί τούς γονεῖς τους καί τούς καταστροφεῖς τους.



Έρευνα σε ζώντα ανθρώπινα έμβρυα
 (Εμμανουήλ Παναγόπουλος,
 Άμ. Επ. Καθηγητής Χειρουργικής,
 τ. Συντ/στή Δ/ντή ΕΣΥ)



(Περιοδ. «Ἡ Δράση μας», Ὀκτώβριος 2018, τεῦχ. 562, σελ. 307–309).


_____________


* Ἡ μέθοδος ταχείας κρυοσυντήρησης ὠαρίων καί ἐμβρύων πού ἀλλιῶς ὀνομάζεται ὑαλοποίηση (Vitrification) ἀποτελεῖ μιά σχετικά πρόσφατη μέθοδο σέ ἀντίθεση μέ τήν παραδοσιακά χρησιμοποιούμενη προοδευτική ἐλεγχόμενη κατάψυξη. Ὁ γρήγορος ρυθμός ψύξης μειώνει σημαντικά τή δημιουργία κρυστάλλων. 

1. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ Ἀναστάσεως, PG 46, 125.

2. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἐρωτήσεις καί Ἀποκρίσεις, Ἐρωτ. 91η, PG 89, 724. 

3. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά, Βιβλ. Α΄, Ἔπη Δογματικά, Ἢ Περὶ Ψυχῆς, PG 37, 453–454. 

4. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά κλπ., Φιλοκαλία, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, τόμος Δ΄, κεφ. Λ΄, σ. 143. 

5. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπ. π., κεφ. ΛΗ΄, σ. 146. 

6. Ἱωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. Β΄, κεφ. 12, PG 94, 924. 

7. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια Πάνυ Ὠφέλιμα, Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄, κεφ. ΠΑ΄, 42. 

8. Γρηγορίου Νύσσης, ὅπ. π., PG 46, 29. 

9. Ἀναστασίου Σιναΐτου, ὅπ. π., PG 89, 725.








(Αναδημοσίευση από:
 Περιοδικό Πολύτεκνη Οικογένεια
 τ. 160/2018, 
Πηγή ψηφ. κειμένου:




  Κάθε τόσο ο Ριβς μοιράζεται με τον κόσμο μερικές από τις σκέψεις του. Αυτή τη φορά γράφει κάτι τόσο εύστοχο και ανατριχιαστικά δυνατό.

Ο Κιάνου Ριβς είναι γνωστός ως ένας λαμπρός ηθοποιός που μπορεί να παίξει σοβαρούς αλλά και ξεκαρδιστικούς ρόλους.

  Για κάτι άλλο για το οποίο είναι γνωστός, είναι η σοφία των λόγων του.

Πρόκειται για χαρακτηριστικό που δεν συναντάς συχνά σε διασημότητες. Κάθε τόσο ο Ριβς μοιράζεται με τον κόσμο μερικές από τις σκέψεις του.


«Δεν μπορώ να είμαι κομμάτι ενός κόσμου όπου οι άντρες ντύνουν τις γυναίκες τους σαν πόρνες, επιδεικνύοντας οτιδήποτε θα έπρεπε να είναι πολύτιμο για αυτούς. Σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει η έννοια της τιμής και της αξιοπρέπειας, και όπου κάποιος δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτές όταν λέει "υπόσχομαι".

Όπου οι γυναίκες δεν θέλουν παιδιά και οι άντρες δεν θέλουν οικογένεια.


Όπου τα κορόιδα πιστεύουν ότι είναι επιτυχημένα πίσω από το τιμόνι των αυτοκινήτων των πατεράδων τους, και όπου ένας πατέρας που έχει λίγη δύναμη προσπαθεί να σας αποδείξει ότι είστε ένα τίποτα.



Όπου οι άνθρωποι αναληθώς δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό, με ένα ποτήρι αλκοόλ στα χέρια τους και την έλλειψη κάθε κατανόησης για την θρησκεία τους.



Όπου η έννοια της ζήλιας θεωρείται ντροπιαστική και η ευπρέπεια μειονέκτημα.


Όπου οι άνθρωποι ξέχασαν την αγάπη και απλά ψάχνουν για τον καλύτερο σύντροφο.





Όπου οι άνθρωποι επιδιορθώνουν κάθε θόρυβο στο αυτοκίνητό τους κάνοντας οικονομία σε χρήματα και χρόνο. Μοιάζουν τόσο φτωχοί που μπορούν να κρυφτούν μόνο πίσω από ένα ακριβό αμάξι.




Όπου τα αγόρια σπαταλάνε τα χρήματα των γονιών τους στα κλαμπ, πιθηκίζοντας πρωτόγονους ήχους και τα κορίτσια τους ερωτεύονται γι αυτό.


Όπου οι άντρες και οι γυναίκες δεν είναι εδώ και καιρό αναγνωρίσιμοι και όλο αυτό ονομάζεται ελευθερία επιλογής, αλλά αυτοί που επιλέγουν ένα διαφορετικό μονοπάτι είναι στιγματισμένοι ως καθυστερημένοι δεσπότες.


Επιλέγω το μονοπάτι μου, αλλά είναι κρίμα που δεν βρήκα παρόμοια κατανόηση στους ανθρώπους εκείνους που ευχόμουν να την βρω περισσότερο»

via




  Το αθάνατο κρασί του ’21 δεν είχε μόνο την έντονη μυρωδιά του μπαρουτιού και του θανάτου, αλλά και εκείνη της ανθρώπινης σάρκας όταν γεύεται την ηδονή



  Οι πρωτεργάτες του ’21 ήταν άνθρωποι και η εικόνα της ακηλίδωτης ηθικής που προσπάθησε να τους προσδώσει η επίσημη ιστορία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ούτε υπηρετεί την ιστοριογραφία.
Η επικρατούσα αντίληψη αμέσως μετά την απελευθέρωση, πλημμυρισμένη από πουριτανισμό, καθωσπρεπισμό και άφθονη υποκρισία, απαγόρευε κάθε προσπάθεια αναφοράς τολμηρών ιστορικών στιγμών των ηρώων.
Η μνημόνευση της ερωτικής ζωής των αγωνιστών, οι εξωσυζυγικές τους σχέσεις και γενικά οι ερωτικές τους παρανομίες θα σκανδάλιζαν τα χρηστά ήθη της εποχής.
Η Επανάσταση του 1821 εκτός από στιγμές ηρωισμών και ανδραγαθημάτων είναι γεμάτη από ίντριγκες, δολοπλοκίες και ροζ ιστορίες.


Είκοσι πιάστρα αποζημίωση για αποπλάνηση


Οι σχέσεις του Ρήγα Βελεστινλή αποτελούν άγνωστο κεφάλαιο. Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν καταγράφονται πολλές πηγές για την ερωτική και κοινωνική του ζωή, εκτός από ένα ερωτικό παραστράτημα.
Οταν τον Ιανουάριο του 1791 ο ευκατάστατος πλέον Ρήγας επέστρεψε στο Βουκουρέστι από τη Βιέννη ήρθε αντιμέτωπος με την ιδιότυπη έκφραση εξουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αγκάλιαζε τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· τον περίμενε μια κλήση από τομητροπολιτικό δικαστήριο.
Το συγκεκριμένο έγγραφο (Acad. Pomana, χειρογ. 640, φ. 32) αναφέρεται σε καταγγελία κάποιας όμορφης Balasa, παραδουλεύτρας της μητέρας του, κόρης του Νίτσου και της Στάνιας από την Κραϊόβα. Ο μητροπολίτης, που δίκαζε τότε αυτές τις υποθέσεις, υποχρέωσε τον «βιαστή» να πληρώσει 20 πιάστρα αποζημίωση προς την ατιμασμένη κόρη.
Ο Ρήγας, που έπαιρνε μηνιαίο μισθό στη Βιέννη 120 πιάστρα, πλήρωσε γι’ αυτή την υπόθεση το 1/6 του μισθού του. Η μικρή ποινή που επέβαλε το δικαστήριο δηλώνει ότι επρόκειτο για υπόθεση αποπλάνησης παρά βιασμού.


Με τις ερωμένες τους στον πόλεμο


Πολλοί αρχηγοί του αγώνα εκτός από τη νόμιμη σύζυγό τους είχαν δίπλα τους μία ή περισσότερες ερωτικές συντρόφους, τις «παλλακίδες» τους κατά τους ιστορικούς.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε σύζυγο την Αικατερίνη, κόρη του προεστού του Ακοβου Δημήτριου Καρούσου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.

Η Αικατερίνη Καρούσου πέθανε στις 10 Αυγούστου 1820 στη Ζάκυνθο όπου βρισκόταν ο γέρος του Μόριά με την οικογένειά του. Ο Κολοκοτρώνης, ενώ έκανε τον τιμητή της ηθικής στους άλλους οπλαρχηγούς που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, για πολλά χρόνια ο ίδιος συζούσε με τη Μαργαρίτα, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα, πρώην καλόγρια, την οποία είχε γνωρίσει το 1825 όταν ήταν φυλακισμένος στην Υδρα.
Το 1836 από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα απέκτησε ένα εξώγαμο τέκνο, στο οποίο έδωσε το όνομα του αγαπημένου και αδικοσκοτωμένου στους εμφύλιους γιου του Πάνου. Ο στρατηγός αναγνώρισε τον Παναγιωτάκη με τη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στο Ναύπλιο στις 3 Μαΐου 1841 (αρ. συμβολαίου 12776) παρουσία του συμβολαιογράφου Χαραλάμπου Παπαδοπούλου και των μαρτύρων Αλεξίου Βλαχοποϋλου και Νικόλαου Σπηλιάδη: «Αποφασίζω και αφίνω κληρονόμους τα παιδιά μου, τον Γενναίον και Κωνσταντίνον και Παναγιωτάκην και τον οποίον Παναγιωτάκην, τον κηρύττω και αναγνωρίζω ως υιόν μου [...] και εν όσω ζη ο Παναγιωτάκης και γενή είκοσι χρόνων καθώς είπα να ήνε και η μάνα του [Μαργαρίτα] μαζή εις το σπίτι μας και να συζή και τρέφεται με το παιδί της...». 
Η Μαργαρίτα ήταν αυτή που έκλεισε τα μάτια του πολέμαρχου όταν αυτός πέθανε το 1843.

Σε τίποτε δεν υστέρησε του γέρου του Μόριά ο άλλος μεγάλος του αγώνα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μεγαλώνοντας σε ξένα χέρια με πολύ ξύλο και περιφρόνηση. Οκτάχρονος ορφάνεψε και από μάνα - έτσι δίχως κάνα γονιό έπρεπε να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Μεγαλώνοντας βρέθηκε στα Γιάννενα, στο μεγάλο πολεμικό σχολείο για τη ρωμιοσύνη. Εκεί παντρεύτηκε με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου (ή Αλεξανδρογιαννάκη κατ’ άλλους). Μερικοί λένε πως η Γκόλφω στάθηκε μια από τις «τσούπρες»του πασά· ποιος να ξέρει; Εκείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αλή Πασάς αφού γλένταγε για κάμποσο τις γυναίκες, φρόντιζε έπειτα ο ίδιος να τις παντρέψει. Ο Καραϊσκάκης ανεξάρτητα με τι ισχύει αγάπησε πολύ την Γκόλφω.

Αν και οικογενειάρχης, παντρεμένος με παιδιά, κουβαλούσε μαζί του στις μάχες, από τα μέσα περίπου της επανάστασης, μια όμορφη Τουρκοπούλα που είχε εκχριστιανιστεί, την περίφημη Μαριώ (ή Μαργιώ ή Μαριγώ). Η σχέση του αυτή έδωσε τροφή για κουτσομπολιά και
αμαύρωσε την ηθική του.
Ο Καραϊσκάκης συνάντησε τη Μαριώ το 1825 στην Πελοπόννησο και από τότε τον ακολουθούσε σε όλους τους πολέμους. Για να μην την ξεχωρίζουν οι εχθροί, η Μαριώ ήταν ντυμένη αντρικά με φέσι και φουστανέλα και τη φώναζαν Ζαφείρη. Ωρες ολόκληρες ξενυχτούσε δίπλα του όταν τον βασάνιζαν οι θέρμες της αρρώστιας του.

Στα τέλη του 1825 ο Καραϊσκάκης πήγε στον Κάλαμο όπου βρισκόταν η Γκόλφω με τις δυο ανήλικες κόρες του. Πήρε μαζί του και τον φύλακα-άγγελό του, τη Μαριώ. Ο Ζαφείρης (Μαριώ) μπήκε στο μαγειρείο και ρίχτηκε στις δούλες και άρχισε τις τσιμπιές, τα γαργαλητά, τα φιλιά. Εβαλαν τις φωνές εκείνες και έτρεξαν στην καπετάνισσα. Εξοργισμένη αυτή ζήτησε εξηγήσεις από τον άντρα της. Αυτός πρόσταξε να φέρουν μπροστά του τον «ερωτύλο» για να τον επιπλήξει. Βλέποντας να του κουβαλάνε τον Ζαφείρη ξέσπασε στα γέλια. Η Γκόλφω παραπονέθηκε στον Καραϊσκάκη γιατί κουβαλούσε μαζί του την Τουρκοπούλα. Αυτός για να ελαφρύνει τη στιγμή απάντησε με τη γνωστή αθυροστομία του; «Εγνοια σου μουρή, έχω και για σένα μπούτσο! Μη μου χολιάζεις [θυμώνεις]».

Ο Σουλιώτης αρχηγός Κίτσος Τζαβέλας είχε ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Στην ιστορία, εκτός των άλλων, έμεινε ο έρωτάς του με τη Βασιλική, η οποία μπήκε στο Μεσολόγγι μετά τον Αύγουστο του 1825 συνοδευόμενη από τη μάνα του Κίτσου Δέσπω, καπετάνισσα του Φώτου Τζαβέλα.
Η Βασιλική έζησε από κοντά την πολιορκία της πόλης και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Ηταν «γενναία Αγρινιώτισσα, η οποία εις τας μάχας προήσπιζε πολλάκις με το υψηλόν της ανάστημα τον βραχύσωμον Κίτσον» γράφει γι’ αυτήν η Σωτηρία Αλιμπέρτη. Στην αγκαλιά της αναπαύτηκε για ώρες ο Κίτσος μετά την επιτυχημένη απόκρουση των εχθρών στο νησάκι της Κλείσοβας ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1826. Για χάρη του έρωτά της παρεξηγήθηκε με τον Καραϊσκάκη. Ο Κίτσος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη του πολέμαρχου και τον πείραξε που την εγκατέλειψε για τη Βασιλική.

Τη σχέση μεταξύ του Τζαβέλα και της Βασιλικής ανέδειξε ένα επεισόδιο που διαδραματίστηκε την κρίσιμη ώρα της εξόδου του Μεσολογγίου. Ο Σουλιώτης αρχηγός βγήκε έχοντας μαζί του την ερωμένη του ντυμένη αντρικά. Η Βασιλική ήταν έγκυος και στην αγκαλιά της είχε τον Δημήτρη, το παιδί που είχε κάνει με τον Τζαβέλα. Τα κουτσομπολιά της εποχής έλεγαν ότι στην προσπάθειά του ο Τζαβέλας να ξεφύγει με την ερωμένη του, «εγκατέλειψε το σχέδιο της εξόδου», άρπαξε το άλογο από τον ιπποκόμο άλλου οπλαρχηγού, έβαλε στη σέλα το παιδί και τη Βασιλική και σπιρούνισε το άλογο, το οποίο στον καλπασμό του έριξε κάτω το παιδί.
Αλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η Βασιλική, σε μια στιγμή που κινδύνεψε ο Κίτσος, ως άλλη Μήδεια πέταξε το παιδί για να σώσει τον αγαπημένο της.

Οι Τουρκοαιγύπτιοι έπιασαν τελικά τον μικρό Δημήτρη και για να τον πάρει ο Κίτσος πίσω χρειάστηκε γενναία εξαγορά. Λέγεται μάλιστα ότι αντάλλαξε το παιδί με σαράντα Τούρκους. Αργότερα, όταν το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, παντρεύτηκε για να σταματήσουν τα κουτσομπολιά και οι κακοήθειες σε βάρος τους.


Υπουργείο ή πορνοστάσιο;


Τα γλεντοκόπια και οι γυναίκες θόλωσαν πολλές φορές την επαναστατική πατίνα του πυρπολητή των ψυχών της Ελληνικής Επανάστασης Γρηγόριου Δικαίου ή Παπαφλέσσα (Γεώργιος Φλέσσας το πραγματικό του όνομα), ο οποίος είχε άστατη ερωτική ζωή. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής ο αγωνιστής ήταν «άσωτος, επιρρεπής στις ηδονές και μανιώδης γυναικάς».
Το 1817 έγινε η αιτία να διαλυθεί ένα επίσημο συνοικέσιο. Βγήκε η φήμη ότι το προξενιό χάλασε επειδή η υποψήφια νύφη ερωτεύτηκε τον Παπαφλέσσα. Ο καρδιοκατακτητής είχε βάλει το χεράκι του και ξελόγιασε την κοπέλα.

Οταν ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο έκλυτος βίος του δεν συμβάδιζε με το σχήμα του αρχιμανδρίτη. Τον συνέλαβε κάποτε η τουρκική αστυνομία, μας πληροφορεί ο Δημήτριος Αινιάν, «διά την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του δίδοντας παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού». Ο Φωτάκος γράφει ότι οι Τούρκοι που τον συνέλαβαν τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν: «Ε, παπά, δεν ντρέπεσαι το σχήμα σου, να φέρνεις γυναίκες κάθε νύχτα στο σπίτι σου και να ταράζης την ησυχίαν των γειτόνων;».

Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν ότι ο Παπαφλέσσας και κατά τη διάρκεια της επανάστασης συνέχισε την «ντόλτσε βίτα». Ο αρχιμανδρίτης προκαλούσε την κοινή γνώμη με τις ατασθαλίες στην προσωπική του ζωή και ας ήταν υπουργός. Ο Γ. Γαζής γράφει ότι «εγκαταλιπών την ιερωσύνην έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις. [...] Ο Παπαφλέσσας ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον».

Τις μέρες του εμφυλίου τον Οκτώβριο του ’24 ο Παπαφλέσσας εκστράτευσε στην Αρκαδία για να επιβάλει τις απόψεις της κυβέρνησης στους αντιπάλους της Μοραΐτες αρχηγούς. Ο Μακρυγιάννης, όργανο τότε της κυβέρνησης, σύντροφος του αρχιμανδρίτη σε αυτή την ανθελληνική εκστρατεία, γράφει για τις ερωτικές του αναζητήσεις απογοητευμένος από την εξέλιξη των πραγμάτων: «Ο Παπαφλέσσας πήρε μιαν γυναίκα μ’ ένα ντέφι κι έναν με βιολί και πήγαμε εις Λιοντάρι. [...] Τότε στοχάστηκα [...] και τον γενναίον Πάπα Φλέσια, όπου γλεντάγει εις το Λιοντάρι με τις γυναίκες και τα λαλούμενα» και του καταμαρτυρεί ότι «γύρευε τις επιδέξες [πόρνες]».

Εντέλει, δίκαια ο Αλέξανδρος Σούτσος τον χαρακτήρισε «φιλογύναιον Πάρι και φιλοπόλεμον Αχιλλέα».


Μια πικρή ιστορία ηθικής παραζάλης


Τα χρόνια εκείνα τους απατημένους συζύγους τους αντιμετώπιζαν με μέγιστη δόση ειρωνείας, τις δε μοιχαλίδες τις αποδοκίμαζαν με τρόπο που πολλές φορές απειλούσε τη ζωή τους.

Οι ιστοριογράφοι ύμνησαν τις αρετές και το θάρρος του ανασκολοπισμένου μάρτυρα του ’21 Αθανάσιου Διάκου. Με λουλούδι σπάνιο τον παρομοιάζει ο Σπ. Μελάς στα «Ματωμένα ράσα»: «Στον Κόρακα, στη βορεινή πλαγιά των Βαρδουσιών φύτρωσε ένα λουλούδι σπάνιο της ελληνικής ομορφιάς, της παλληκαριάς και της αρετής, ο Αθανάσιος Διάκος». Ολοι σχεδόν που ασχολήθηκαν με τον βίο του συμφωνούν ότι η αιτία για να αφήσει το μοναχικό σχήμα ο ήρωας και να ακολουθήσει τον κλέφτικο βίο ήταν οι ασέλγειες κάποιου Τούρκου αγά που θαμπώθηκε από τη θρυλική ομορφιά του.

Από την άλλη, υπάρχουν κείμενα, προφορικές παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τις επιτυχίες του ήρωα στον γυναικόκοσμο.

Ο έρωτας της όμορφης Κρυστάλλως, της μικρότερης κόρης του ισχυρού κοτζαμπάση της Κωσταρίτσας Αναγνώστη Μπάμπαλη, με τον Διάκο περί το 1812 είχε αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Σκαλτσοδήμου με τον ήρωα.

Εκείνα τα χρόνια ένα άλλο ερωτικό περιστατικό με πρωταγωνιστές τον Διάκο, μια πανέμορφη γυναίκα, την Κατερίνη, και το άλλο πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, Γούλα, τάραξε τη Ρούμελη. Ηταν μια αισθηματική ιστορία που άγγιξε τα όρια του σκανδάλου, ένας δεσμός που μας παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο τον ερωτισμό του ήρωα της Αλαμάνας και ταυτόχρονα μας πληροφορεί για τα ερωτικά ήθη των χρόνων εκείνων. Η Κατερίνη ήταν νέα, 18 Μαΐων, ξακουστή για την ομορφιά και τη σεμνότητά της σε όλη την περιοχή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή και καταγόταν από τη Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα), χωριό της δυτικής Φθιώτιδας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Κατερίνη είχε ξετρελάνει τα παλικάρια της περιοχής. Μεταξύ αυτών που θαμπώθηκαν από την ομορφιά της ήταν ο Γούλας και ο Διάκος, τα πρωτοπαλίκαρα του Σκαλτσοδήμου.

Ο Γούλας της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά στάθηκε άτυχος, γιατί είχε για αντίζηλο το ομορφόπαιδο της περιοχής, τον Αθανάσιο Διάκο. Η Κατερίνη προτίμησε τον Διάκο και σύντομα έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας δεν συγχώρεσε τους δυο ερωτευμένους και περισσότερο την Κατερίνη που τον πρόσβαλε με την απόρριψη.
Στο θολωμένο του μυαλό έκανε τη σκέψη να εκδικηθεί το ζευγάρι. Κάποια μέρα που λημέριαζαν οι ερωτικοί αντίζηλοι στη θέση Κούτσουρο έξω από τη Σέλιανη έπιασαν κουβέντα και η συζήτηση έφτασε στις γυναίκες. Ο Γούλας υποστήριζε ότι καμιά γυναίκα δεν είναι πιστή. Ο Διάκος είχε αντίθετη άποψη και την αιτιολογούσε φέρνοντας παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη.

Ο Γούλας άρπαξε την ευκαιρία και αμφισβήτησε τα λεγάμενα του Διάκου. Τον προκάλεσε ότι μπορεί να ξελογιάσει την Κατερίνη. «Κι' αυτή είν’ σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να την φέρω δω στο λημέρι μας» του είπε. Ζήτησε μόνο από τον Διάκο να του δώσει το αργυρομάνικο λάζο του (σουγιά με αργυρή λαβή), να της το δείξει σαν σημάδι ότι έρχεται από τον αρραβωνιαστικό της. Ο Διάκος δέχτηκε την πρόκληση γιατί είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην Κατερίνη του. Ο Γούλας τελικά κατάφερε τον στόχο του. Η Κατερίνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον ακολούθησε. Ο Διάκος βλέποντάς τη να ’ρχεται στο λημέρι με τον Γούλα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η Κατερίνη προσπάθησε να τον ηρεμήσει λέγοντάς του ότι ο Γούλας την ξεγέλασε. Της είπε ότι ο αρραβωνιαστικός της είναι άρρωστος και πως θέλει να τη δει. Για να την πείσει ότι λέει την αλήθεια της έδειξε το λάζο του ήρωα. Ο Διάκος δεν την πίστεψε, της ξέσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε σχεδόν ολόγυμνη.

Η Κατερίνη ντροπιασμένη και χωρίς να έχει ελπίδα να ξαναδεί τον άνθρωπό της γύρισε στο χωριό της. Οταν έφτασε εκεί έζησε τη σκληράδα των συγχωριανών της. Την κάθισαν ανάποδα στον γάιδαρο γυμνή, της φόρεσαν στο κεφάλι για στεφάνι σπλάχνα και έντερα ζώων και την περιέφεραν σε όλο το χωριό. Η όμορφη Κατερίνη από τον καημό της τρελάθηκε. Οι συγχωριανοί της, «τιμητές» των ηθικών νόμων, της έδωσαν το παρατσούκλι «παλιοκατερίνη».

Ο Διάκος στις αρχές του 1821 αρραβωνιάστηκε με τη Ρωξάνη, κόρη του κοτζαμπάση της Λιβαδειάς Γιαννάκη Φίλωνα. Το 1824, μετά τον θάνατό του, η αρραβωνιαστικιά του παντρεύτηκε τον πλούσιο Αθηναίο Σπύρο Ζαχαρίτσα. Κι άλλους έρωτες αποδίδουν στον όμορφο Θανάση. Ο σύγχρονός του ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλιος αποκαλύπτει ότι λίγο πριν από τον χαμό του στην Αλαμάνα παράλληλα με τη Ρωξάνη «είχε και ερωμένην την ωραιοτέραν της πόλεως Λεβαδειάς» που την έλεγαν Βενετσάνα.


Για μια ωραία Ελένη και μια ωραία Ασήμω



Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, πρωτότοκος γιος του γέρου του Μοριά, τον Φεβρουάριο του 1823 παντρεύτηκε στο Ναύπλιο την Ελένη του Δημήτρη Μπούμπουλη, την όμορφη κόρη της καπετάνισσας Μπουμπουλίνας. Οι κακές γλώσσες της εποχής ήθελαν τον γάμο αυτό απόρροια της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της καπετάνισσας.

Τον Αύγουστο του 1824, που ο Πάνος χρειάστηκε με εντολή της κυβέρνησης να πάει στην πολιορκία των Πατρών, εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της οικογένειάς του, που κατοικούσε πλέον στην Τριπολιτσά, στον οπλαρχηγό Θεοδωράκη Γρίβα. Δηλαδή άφησε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Ο Γρίβας, ο οποίος ήταν γλεντζές και γυναικάς, σύναψε ερωτική σχέση με την Ελένη.

Ο Φωτάκος γράφει ότι και ο γέρος του Μόριά εκτιμούσε τον Γρίβα και μάλιστα «του έγραφε να προσέχη την οικίαν του, την μητέρα του και την νύμφην του, σύζυγον του Πάνου, ήτις ήτο εκεί».
Η εξωσυζυγική αυτή σχέση προκάλεσε πολλά κουτσομπολιά στην κοινωνία της Τριπολιτσάς. Το κολοκοτρωναίικο βούιξε από τις φήμες ότι η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γιαγιά του Πάνου, Ζαμπία, δεν είχε καλή σχέση με την Ελένη και τη συμπεθέρα Μπουμπουλίνα εξαιτίας των παραστρατημάτων της ωραίας μοιχαλίδας.

Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά ο Πάνος, μαθαίνοντας ότι η κυβέρνηση είχε σκοπό να καταδιώξει τον πατέρα του, άφησε την πολιορκία της Πάτρας κι έτρεξε για να τον βοηθήσει και να υπερασπιστεί την οικογένειά του, η οποία ήταν στην Τριπολιτσά. Η κατάληξη γνωστή. Ο Πάνος δολοφονήθηκε λίγο έξω από την Τριπολιτσά (μεταξύ των χωριών Θάνα και Μπεσίρι) από τους κυβερνητικούς.
Ποιοι ακριβώς ήταν οι δολοφόνοι του μέχρι και σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί. Πολλά ακούστηκαν τότε. Ο Σπύρος Μελάς ιστορεί μια ακραία εκδοχή της δολοφονίας. Υποστηρίζει ότι το κολοκοτρωναίικο ήταν ανάστατο γιατί πίστευε ότι η Ελένη πλήρωσε τους φονιάδες να σκοτώσουν τον Πάνο για να τον ξεφορτωθεί και να ζήσει ελεύθερα τον έρωτά της με τον Γρίβα.
Ο Κολοκοτρώνης το βράδυ που μαθεύτηκε η δολοφονία του Πάνου την προειδοποίησε ότι οι οικογένειά του την ψάχνει για να τη σκοτώσει. Κανείς δεν θα της συγχωρούσε την απιστία που έκανε στον Πάνο.

Ο οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας ήταν παντρεμένος από το 1823 με την Ασήμω, κόρη του προύχοντα της Αθήνας Αναγνώστη Λιδωρίκη. Στην όμορφη Γκούραινα ο στρατηγός Καραϊσκάκης είχε κολλήσει το παρατσούκλι «νταλιάνα», διότι όπως ήταν ψηλή γυναίκα και σπαθάτη θύμιζε το ιταλικό μακρύ ντουφέκι «νταλιάνι». Ο Γκούρας όσο ζούσε (σκοτώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1826 από τουρκικό βόλι που τον βρήκε στον κρόταφο) ήταν πολύ ερωτευμένος με την πανέμορφη γυναίκα του. Κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής η μοναδική του έννοια ήταν μην τον απατήσει.

Τη μεγάλη του περιουσία, φτιαγμένη κυρίως από λάφυρα, θέλησε να την αφήσει στην Ασήμω του, γι' αυτό συνέταξε δύο διαθήκες σε διαφορετικούς χρόνους, το ’24 και το ’26 (δεκατρείς ημέρες πριν από τον θάνατό του η δεύτερη).
Στο κείμενο της πρώτης διαθήκης, όπως καταγράφεται από τον Διονύσιο Κόκκινο, αναφέρεται: «Εάν αδελφή, φυλάξης την τιμήν του ανδρός σου μετά τον θάνατόν του, ο θεός να σε διαφυλάξη υγιή· και εξ όλης μου καρδίας σοι εύχομαι να απολαύσης με όλην την ανάπαυσί σου όσα σοι αφίνω εις την διαθήκην μου- ει δε και φανής άπιστος, και με αλησμονήσης, ογλίγωρα ο θεός να σε στείλη κατόπι μου».
Η Γκούραινα όμως ήταν νέα, το αίμα της έβραζε. Προτού σαραντίσει ο μακαρίτης Γκούρας έπεσε στο κρεβάτι με άλλον. Ο εραστής της ήταν ο οπλαρχηγός Νικόλαος Κριεζιώτης.

«Η ευχή [του Γκούρα] δε αύτη επληρώθη ούτω πως» μας εξηγεί ο Σουρμελής. Η όμορφη Γκούραινα δεν χάρη-κε πολύ την ελευθερία της και τον καινούργιο της έρωτα. Τρεις μήνες και κάτι μετά τον θάνατο του Γκούρα, στις αρχές Ιανουάριου του 1827, η νέμεση άπλωσε και πάλι το μακρύ χέρι της πάνω στο γκουραίικο. Η πολιορκία της Ακρόπολης συνεχιζόταν και οι οβίδες του Κιουταχή έπεφταν χωρίς σταματημό. Μια τουρκική οβίδα έπεσε πάνω στο Ερέχθειο όπου έμενε το γκουραίικο και σκότωσε την Ασήμω κι όλη της την οικογένεια.



Δεν είχαν τελειωμό οι έρωτές τους


Στα πολεμικά και παραδόξως ρομαντικά εκείνα χρόνια οι ραγιάδες έβρισκαν χώρο να τοποθετήσουν στην καθημερινή πάλη για επιβίωση και τις ερωτικές τους αναζητήσεις. Στην κοινωνία της εποχής υπήρχαν και οι ερωτομανείς και οι ομοφυλόφιλοι, αυτούς που τους έλεγαν στα στρατόπεδα «χαντζαρούλες», αλλά και παρουσίες με ερωτικές ιδιαιτερότητες. Στην πολεμική παραζάλη της εποχής βρίσκουν θέση τα συναισθήματα του έρωτα, της αγάπης και της συντροφικότητας της καπετάνισσας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, της αρχόντισσας της ΜυκόνουΜαντώς Μαυρογένους και της Κυρα-Φροσύνης, που τα ερωτικά της παραστρατήματα δίχασαν τα προεπαναστατικά Γιάννενα.

Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν οι ερωτικές ποιητικές αναζητήσεις του Παλαιών Πατρών Γερμανού, τα ερωτικά ξεφαντώματα του Ανδρέα Λόντου, ο παθιασμένος έρωτας του αρχοντόπουλου της Μάνης Αναστάση Μαυρομιχάλη με τη γυναίκα του Χουρσίτ πασά και οι άρχοντες Νοταράδες που «αδερφοφαγώθηκαν» για τον έρωτα της Σοφίτσας Θεοχάρη Ρέντη κι έκαψαν το Σοφικό Κορινθίας.

Σίγουρα υπήρξαν και άλλα ερωτικά περιστατικά, των οποίων όμως το άκουσμα και τη δημοσίευση δεν επέτρεψε η πουριτανική νοοτροπία, γιατί έτσι θα κινδύνευαν τα χρηστά ήθη. Οι ίδιοι τα έκαναν, οι ίδιοι τα έκρυβαν και οι ίδιοι τα κατέκριναν.
Και αρρώσταιναν οι Νεοέλληνες από το μικρόβιο της υποκρισίας χωρίς ουσιαστικά να γιατρευτούν ποτέ από αυτό.

Κυριάκος Δ. Σκιαθάς: 
Συγγραφέας των ερευνών 
«Τα ερωτικά του ’21» 
(A + Β τόμος), 
Εκδόσεις Διαπολιτισμός
via