06/09/19





   Οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδοξίας μας που πάσχουν τα Θεία – μας διδάσκουν πως στο δρόμο της σωτηρίας ο άνθρωπος πειράζεται από το διάβολο με οκτώ τρόπους




(1) εκ των όπισθεν, (2) εκ των έμπροσθεν, (3) εξ αριστερών, (4) εκ δεξιών, (5) εκ των κάτω, (6) εκ των άνω, (7) εκ των έσω και (8) εκ των έξω.

(1) Εκ των όπισθεν· πειράζει τον άνθρωπο ο διάβολος όταν ό άνθρωπος συνέχεια θυμάται τις προηγούμενες αμαρτίες που έχει διαπράξει και τα κακά του έργα και τα αναμασά στη μνήμη του και ασχολείται με αυτά είτε με απόγνωση γι’ αυτά είτε με ενήδονη αναπόληση. Έτσι η ανάμνηση αυτών που κάναμε στο παρελθόν γίνεται πειρασμός του διαβόλου.


(2) Εκ των έμπροσθεν· πειράζεται ο άνθρωπος από το φόβο στη σκέψη του μέλλοντος. Διερωτάται· Τι θα γίνει με τον εαυτό μου; Ή με τον κόσμο; Πόσο ακόμα θα ζήσω; Θα είμαι υγιής ή θ’ αρρωστήσω; Θα έχω να φάω; Άρα γε θα γίνει πόλεμος; Ή κάποιο σπουδαίο ή φοβερό γεγονός; Γενικά διάφορες εικασίες, προοράσεις, προρρήσεις, φαντασίες και κάθε τι που γεννά μέσα μας φόβο για το μέλλον. Αυτός είναι ένας πονηρός πόλεμος του διαβόλου, που φέρνει ταραχή στη ψυχή του ανθρώπου.


(3) Εξ αριστερών· πειράζεται ο άνθρωπος όταν ο διάβολος τον ερεθίζει σε απ’ ευθείας αμαρτίες. Σ’ αυτές τις ενέργειες και τα έργα, για τα οποία είναι γνωστό ότι είναι αμαρτίες και κακά, αλλά παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι τα κάνουν. Αυτός είναι ο πειρασμός σε ανοιχτή πρόκληση στην αμαρτία. Να αμαρτάνει κανείς κατ’ ευθείαν ή από προθέση.


(4) Εκ δεξιών· γίνεται ο πειρασμός του διαβόλου κατά δύο τρόπους, α) όταν ο άνθρωπος κάνει καλά έργα και καλές πράξεις, αλλά τα κάνει με κακό σκοπό και όχι με αγαθή πρόθεση. Π.χ., όταν εργάζεται το καλό, αλλά από φιλοδοξία· για να κερδίσει δηλαδή επαίνους, ή κάποια θέση, ή φήμη , ή δόξα για τον εαυτό του. Τέλος, όταν κάνει το καλό από κενοδοξία, φιλοκερδία και πλεονεξία. Μια τέτοια εργασία, καλών μεν έργων αλλά από κακή πρόθεση, είναι αμαρτωλή και επιζήμια. Οι Άγιοι Πατέρες την παρομοιάζουν με σώμα χωρίς ψυχή. Γιατί ο σκοπός για τον οποίο γίνεται κάποιο έργο, είναι η ψυχή αυτού του έργου, ενώ αυτό το ίδιο το έργο είναι το σώμα. «Ο σκοπός όμως δεν αγιάζει τα μέσα». Γι’ αυτό και η εργασία καλών έργων με σκοπό που δεν είναι κατά Θεό, στην πραγματικότητα είναι ένας πειρασμός για τον άνθρωπο, που τον προσβάλλει εκ δεξιών, δηλ. με τη μορφή του καλού.

β) Άλλος πειρασμός εκ δεξιών γίνεται από το διάβολο μέσω διαφόρων προοράσεων και οράσεων, όταν δηλ. ο άνθρωπος εκλαμβάνει την εμφάνιση του διαβόλου για όραμα του Θεού ή αγγέλου φωτός. Το να δίνει κανείς εμπιστοσύνη στις εμφανίσεις του διαβόλου ή το να αποδέχεται τα δαιμονικά οράματα ως αγγελικά, οι Άγιοι Πατέρες το ονομάζουν πλάνη!… Γι’ αυτό και απορρίπτουν κάθε οπτασία. Αυτοί που αρχίζουν την πνευματική τους ζωή παρασύρονται εύκολα στις αγκάλες του δαίμονα. Έτσι λοιπόν πιο φρόνιμο είναι «η άρνηση κάθε φαντασίας».


(5) Εκ των κάτω· ο άνθρωπος πειράζεται από το διάβολο, όταν μπορεί να κάνει καλά έργα, να αυξάνει σε άγιες αρετές, αλλά δεν το κάνει από τη ραθυμία του δηλ. την πνευματική τεμπελιά. Όταν γνωρίζει και μπορεί να εντείνει περισσότερο τον αγώνα του, για τις αρετές του Χριστού και τα καλά έργα, προς τον κάθε μας πλησίον και όμως δεν το κάνει, γιατί ραθυμεί ή βρίσκει δικαιολογίες («προφάσεις εν αμαρτίαις»). Έτσι στην πραγματικότητα αποτυγχάνει πνευματικά. Επιτυγχάνει πολύ λιγότερα πράγματα από όσα πραγματικά θα μπορούσε να κάνει. Καθότι μένει «ανενέργητος της Χάριτος του Θεού».



(6) Εκ των άνω. Αυτός ο πειρασμός συμβαίνει και πάλι κατά δύο τρόπους. α) Όταν ο άνθρωπος αναλαμβάνει (χωρίς την ευλογία του Πνευματικού του) να κάνει ασκήσεις μεγαλύτερες από τις ατομικές του δυνάμεις, και έτσι χωρίς νόημα παιδεύεται διπλά. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν κάποιος είναι ασθενής και παρ’ όλα αυτά αναλαμβάνει νηστεία, ενώ αυτή η νηστεία δεν είναι των δυνάμεων του. (εδώ πάλι πρέπει να έχουμε την ευλογία των Πνευματικών μας για να καταλύσουμε τη νηστεία ή οποιαδήποτε άλλη εντολή του Χριστού μας). Πολλοί άνθρωποι, δυστυχώς, είτε από επιπολαιότητα και πολύ ελαφρά σκεπτόμενοι ή πειραζόμενοι από το σατανά, δέχονται και προβάλλουν διάφορες δικαιολογίες: «Είμαστε άρρωστοι», «είμαστε άνθρωποι αδύναμοι», «δεν είμαστε άγιοι», «αυτά όλα είναι για τους Μοναχούς, για τους Ασκητές», «δεν είναι για μας που είμαστε στο κόσμο και έχουμε οικογένεια και παιδιά με χίλια δυό προβλήματα και σκοτούρες……». Έτσι όμως αρνούνται τη θυσία, την άσκηση, το Σταυρό και τη θεώση……

Γενικά, όταν ο άνθρωπος κινείται υπερήφανα και αλαζονικά, τότε πέφτει σε ακραίες υπερβολές ή ελλείψεις. Μια τέτοια προσπάθεια στερείται ταπείνωσης και Χάρης, διότι ο Θεός αποστρέφεται τους υπερήφανους και δίνει τη χάρη του στους ταπεινούς σύμφωνα με τη Γραφή.

β) Δεύτερος πειρασμός εκ των άνω συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ασχολείται με το να ερευνά τα μυστήρια της Αγίας Γραφής (και γενικά τα μυστήρια του Θεού) και το κάνει όχι ανάλογα προς την πνευματική του ανάπτυξη. Δηλαδή όταν θέλει ο ίδιος να εμβαθύνει και να ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού στην Αγία Γραφή (ή στους Αγίους και γενικά στον κόσμο και τη ζωή), και ύστερα με αυτά τα μυστήρια να διδάσκει τους άλλους ανθρώπους και να παριστάνει τον σοφό και τον πολύξερο, ενώ ο ίδιος, δεν έχει φθάσει στην ανάλογη πνευματική κατάσταση. Η πείρα όμως των Πατέρων της Ορθοδοξίας, μας λέει ότι ο άνθρωπος αυτός θέλει να «μασά κόκαλα, ενώ τα δόντια του είναι βρεφικά ακόμη», δηλαδή μόνο για γάλα. Γι’ αυτό το θέμα ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, στο θαυμάσιο έργο του «ο βίος του Μωϋσέως» μας λέει ότι, «ο Θεός όρισε στους Ισραηλίτες να τρώγουν από τον πασχάλιο αμνό μόνο το κρέας, επειδή ήσαν ακόμη ατελείς, και αυτό ακόμα να το τρώγουν με πικρά χόρτα. Τα δε οστά του Αμνού να μην τα σπάζουν, ούτε να τα τρώγουν, αλλά να τα καίνε στη φωτιά…». Αυτό σημαίνει ότι και μείς πρέπει από την Άγια Γραφή (και γενικά στην προς το Θεό πίστη μας) να ερμηνεύουμε, όχι ορθολογιστικά και με μόνο γνώμονα το μυαλό μας, αλλά με στάση προσευχομένου – μόνο εκείνα τα μυστήρια που είναι ανάλογα με την πνευματική μας κατάρτιση και «αύξησιν εν Χριστώ» και αυτά να «τα τρώγουμε» (δηλ. να τα αφομοιώνουμε) με τα πικρά χόρτα δηλ. τα βάσανα και τις πικρίες που μας κερνά η ζωή. Τα βαθειά μυστήρια της Αγίας Γραφής, της Θεολογίας, της δημιουργίας του κόσμου και Πρόνοιας του Θεού, τα οποία είναι σαν σκληρό κόκαλο, δεν τρώγονται με βρεφικά δόντια· αυτά μόνο καίγονται στη φωτιά, γνωρίζονται κοινωνούμενα, γίνονται δηλ. κατανοητά μόνο με τη χαρισματική και πνευματική ωριμότητα σε ψυχές «ευπρεπισμένες και δοκιμασμένες» στο πυρ της Θείας Χάριτος.



(7) Εκ των έσω, πάλι, πειράζεται ο άνθρωπος με όσα έχει στη καρδιά του και με όσα, προερχόμενα από την ίδια του την καρδία, τον πειράζουν. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας το λέει καθαρά, ότι «εκ της καρδίας του ανθρώπου εξέρχονται διαλογισμοί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι……» (Ματθ.15,19),με τα οποία πειράζει τον άνθρωπο ο διάβολος. Εντούτοις τον άνθρωπο δεν τον πειράζει μόνο ο σατανάς, αλλά, και οι δικές του ανθρώπινες κακές προθέσεις και αμαρτωλές συνήθειες, πλεονεξίες, κακές επιθυμίες, η εσωτερική ανθρώπινη φιλαμαρτησία, που προέρχονται από τη ακάθαρτη καρδιά του.



(8) Εκ των έξω, μέσω εξωτερικών πραγμάτων, υποθέσεων, προσβολών και ερεθισμάτων. Δηλαδή διαμέσου όλων όσα συλλαμβάνει, ο άνθρωπος απ’ έξω, με τις αισθήσεις του, οι οποίες είναι σαν παράθυρα της ψυχής. Αυτά, τα εξωτερικά πράγματα, δεν είναι κακά καθ’ αυτά, αλλά, μέσω αυτών, μπορεί ο άνθρωπος να πειρασθεί στις αισθήσεις και να οδηγηθεί στην αμαρτία και στην αποξένωσή του από το Θεό.






Αυτοί είναι συνοπτικά, οι οχτώ τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος πειράζεται· ανεξάρτητα αν βρίσκεται στον κόσμο, αν είναι έγγαμος, ή στο Μοναστήρι αναχωρητής.

Εναντίον όλων αυτών των πειρασμών: εκ των όπισθεν, εκ των έμπροσθεν, εκ δεξιών, εξ αριστερών, εκ των κάτω, εκ των άνω, εκ των έσω και εκ των έξω, πρέπει να πολεμούμε με νήψη, δηλ. με προσευχή, προσοχή, καθαρότητα, ετοιμότητα και εγρήγορση του πνεύματος, με ζωντάνια και αγωνιστικότητα, με προσοχή των λογισμών, των αισθήσεων και των πράξεων. Με μια λέξη με διάκριση. Από την άλλη πλευρά με τακτική και αμετάπτωτη «λειτουργικομυστηριακή» ζωή, μνήμη του Θεού, μνήμη του θανάτου, ευγνώμονα καρδιά για τα όσα ο Κύριος έκανε για μας· με δάκρυα κατανύξεως, ένωση και αναδοχή της όλης Δημιουργίας· συνεχή προσευχητική επίκληση του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δηλ. με αδιάλειπτη προσευχή και πόθο εσχατολογικό: «Έρχου Κύριε Ιησού…».

Οι Άγιοι Πατέρες μάς λέγουν, ότι ο πόλεμος εναντίον όλων των πειρασμών και των παθών συνίσταται στο έξης: Στη φυλακή(δηλ. την προσοχή) του νου και ολόκληρης της ψυχής και του σώματος μας από τους πειρασμούς, Χριστοποιώντάς τα και Χαριτώνοντάς τα, μη αφήνοντας καθόλου τόπο για να εισχωρήσει ο Σατανάς με τα πλοκάμια του. Αυτή είναι η εργασία και ο ισόβιος αγώνας μας, από τη δική μας, την ανθρώπινη πλευρά. Και απ’ την άλλη, τη Θεία πλευρά, πρέπει αδιάλειπτα με προσευχή να επικαλούμαστε με Θείο έρωτα τον Παντοδύναμο Κύριο και Νυμφίο της ψυχής μας: «Ω, Κύριε, ευδόκησον δη! Ω Κύριε, ελέησον δη! Ω Κύριε, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν!… Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό!».


[full_width]




  Αν θέλεις να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «τί περηφανεύεται γ κα σποδός;(:Γιατί έχει τόση αλαζονεία και υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, που είναι χώμα και στάχτη😉»[Σοφία  Σειράχ 10,9]. Κι αν εκείνος σου πει ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά τον θάνατό του, δώσε του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει δεν είναι τίποτα περισσότερο.

 Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του· έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμη του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του»[Σοφ. Σειρ.10,9: «τι ν ζω ἔῤῥιψα τ νδόσθια ατοῦ (:διότι του υπερήφανου ανθρώπου, ενόσο ακόμη ζούσε, έριξα κάτω τα εντόσθιά του].

Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφτεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλουςΑς μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα, ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλά απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Με αυτόν τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές για να γινόμαστε ταπεινοί.

 Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει «Θα ανέβω στον ουρανό» [βλ. Ησ. 14,13-16: «σ δ επας ν τ διανοί σου· ες τν ορανν ναβήσομαι, πάνω τν στέρων το ορανο θήσω τν θρόνον μου, καθι ν ρει ψηλπ τ ρη τψηλ τ πρς Βοῤῥᾶνναβήσομαι πάνω τν νεφν, σομαι μοιος τ ψίστῳ,νν δ ες δην καταβήσ κα ες τ θεμέλια τς γςο δόντες σε θαυμάσονται π σο κα ροσιν· οτος  νθρωπος παροξύνων τν γν,  σείων βασιλες; (: εσύ λοιπόν όταν ζούσες, είπες με τον νου σου: ’’Θα ανεβώ στον ουρανό, επάνω στα αστέρια του ουρανού θα στήσω τον θρόνο μου, θα καθίσω ένδοξος βασιλιάς σε όρος υψηλό, στα όρη τα υψηλά, που βρίσκονται προς τον Βορρά. Θα ανεβώ’’, είπες, ‘’επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψιστο Θεό’’. 

Τώρα ιδού, θα κατεβείς στον άδη, στα βάθη, όπου υπάρχουν τα θεμέλια της γης. Οι άνθρωποι, οι οποίοι θα δουν το κατάντημά σου, θα καταπλαγούν και θα πουν:’’αυτός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που ανετάρασσε και τρομοκρατούσε την οικουμένη, συγκλόνιζε και κατεκρήμνιζε τους βασιλείς;’’»],πού θα έφτανε με το λογισμό του αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;



  Όταν λοιπόν δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει τον λαιμό του, να ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;»( Σοφ. Σειρ. 10,9)

Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θα αναφωνήσεις και εσύ μαζί με τον προφήτη: «πσα σάρξ χόρτος, κα πσα δόξα νθρώπου ς νθος χόρτου(:Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι και η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο)»[Ησ. 40,6].

Γιατί λοιπόν υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και σκιά, χορτάρι και αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουν εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος με όσους συναντάς στην αγορά.
 Αν λοιπόν είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;





  Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε με εκείνους που έζησαν πριν από σένα.Αν πάλι είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων.

 Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δε θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σε εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν να αντικρίσεις.

Ο άνθρωπος και τα ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό, τι  πιο μηδαμινό από αυτά. Γιατί, πες μου, τι είναι εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του «υπάτου»; Βέβαια, πολλοί νομίζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος.  Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερα από λίγο δε θα υπάρχουν.

Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δύο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. «Ναι, αλλά είναι όνειρα», απαντάς. Ε και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα, δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε και αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δοκιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε την νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμίαν απόλαυση από όσα έγιναν την ημέρα.

Έγινες λοιπόν ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στο όνειρό μου. «Ναι», λες, «αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά». Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από εμένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα. 
«Ο  τάδε είναι- ή ήταν-ύπατος», κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχαρίστηση.
 Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση.
 Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματικότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.

Ας δεχθούμε, όμως ότι κάποιος έγινε ύπατος και έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δύο ή τρία τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Πουθενά. Τους ξέχασαν όλοι.  Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή τους. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;

Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή να ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε κα όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά.  Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει:

 «μὴ φοβοταν πλουτήσ νθρωπος,  ταν πληθυνθ  δόξα το οκου ατο· τι οκ ν τ ποθνήσκειν ατν λήψεται τ πάντα, οδ συγκαταβήσεται ατ  δόξα ατο.
 τι  ψυχ ατο ν τ ζω ατοελογηθήσεται·
 ξομολογήσεταί σοι, ταν γαθύνς ατ
εσελεύσεται ως γενες πατέρων ατοως αἰῶνος οκ ψεται φς. κα νθρωπος ν τιμ ν ο συνκε, παρασυνεβλήθη τος κτήνεσι τος νοήτοις κα μοιώθη ατος (:Μην ταράζεσαι, όταν ένας ασεβής άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του. Διότι όταν πεθάνει, τίποτε δε θα πάρει μαζί του από τα πλούτη του, ούτε η δόξα του θα κατεβεί μαζί με αυτόν στον άδη. 

Εφόσον βέβαια ζει τον παρόντα επίγειο βίο, θα επαινείται από τους κόλακες, και αυτός ο ίδιος θα επαινέσει και εσένα, όταν θα εκτραπείς σε κολακείες και επαίνους προς αυτόν. Θα πεθάνει όμως και θα μεταβεί να συναντήσει τους προγόνους του. Ποτέ πλέον δε θα δει το φως του ήλιου. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενώ έχει πάρει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δε συνετίστηκε, αλλά έταξε τον εαυτό του στη θέση των ανόητων κτηνών, έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)» [Ψαλμ. 48,17].

 Καλά λοιπόν είπε ο Δαβίδ: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερα από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθάΤίποτε από αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τα αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.

Σωστά λοιπόν το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα· γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί.

 Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη, που θέλει να απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.

Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες.
 «κάθαρτος παρ Θε πς ψηλοκάρδιος (:Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος)», λέει η Αγία Γραφή(Παροιμ. 16,5). Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από τον δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της.

 Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και τη δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί βέβαια να αποκτήσει και τις δύο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό να ακολουθήσει και η δόξα. Όταν όμως επιθυμεί και τις δύο, καμία δε θα πετύχει.

Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει να αποκτήσει αυτήν τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δε θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.

Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στο Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.

Έτσι λοιπόν όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, και όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.

 Πνευματικά  θησαυρίσματα από ομιλίες 
του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


επιμέλεια κειμένου: 
Ελένη Λιναρδάκη,
 φιλόλογος


ΠΗΓΕΣ:
  • Θέματα ζωής(από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 29-35.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
via

[full_width]